"Σχετικά με το 22ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το 22ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (5-11 Οκτώβρη), έληξε με την άνιση και άδικη απονομή των βραβείων. Ή κριτική επιτροπή του θεσμού, λειτουργώντας συμβιβαστικά, κατακερμάτισε κυριολεκτικά τα βραβεία και τα μοίρασε με κριτήρια τελείως αντί-κινηματογραφικά, δίνοντας στον καθένα από τους συντελεστές των ταινιών κι από λίγο. Δίκαια λοιπόν ή τελετή της απονομής ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών τόσο ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους σκηνοθέτες ("βραβευμένους" και μη) όσο και ανάμεσα στο κοινό πού παρακολούθησε την εκδήλωση, το οποίο παγιδευμένο μέσα στη σύγχυση πού επικράτησε, μοιράστηκε σε διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες στις αντιδράσεις και τα γούστα ομάδες.
Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Κάθε χρόνο σχεδόν, ή μεροληπτική κρίση της κριτικής επιτροπής (τα περασμένα χρόνια υπερτερούσαν στη σύνθεση συντηρητικά στοιχεία και οι αποφάσεις τους ήταν προς όφελος της Ιδεολογίας του κυβερνώντος κόμματος) ξεσήκωνε βίαιες αντιδράσεις και ή πενιχρή πολιτιστική βιτρίνα πού είναι αυτό το μεγαλόσχημο φεστιβάλ, έκλεινε το "θέαμα των εφτά ήμερων" με παρόμοιες ηχηρές αντιδράσεις.
Ή προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ εγκαινίασε την αυθαίρετη κρίση απορρίπτοντας 8 ταινίες μεγάλου μήκους από τις 20 που είχαν υποβληθεί στη Γραμματεία και 18 μικρού μήκους από τις 32, αριθμός υπερβολικά υψηλός. Η απόρριψη δεν δικαιολογείται με το επιχείρημα της "χαμηλής στάθμης" των ταινιών. Η ποιότητα του συνόλου των ταινιών στάθηκε φέτος κάπου στον μέσο όρο. Η Διαπίστωση αυτή δεν νομιμοποιεί την κρίση της επιτροπής. Σ' ένα Φεστιβάλ δεν ερχόμαστε για να δούμε τα αριστουργήματα, κι αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στο κοινό, ερχόμαστε να δούμε το Εθνικό Κινηματογραφικό μας πρόσωπο, το σύνολο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής της χρονιάς, ερχόμαστε να δούμε, να κρίνουμε και ν' αξιολογήσουμε. Στο Εθνικό Φεστιβάλ "ερχόμαστε να καθρεφτιστούμε και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουμε και τις ευχάριστες (τις λιγοστές) και τις δυσάρεστες πλευρές μας.
Τί θα κάνουν λοιπόν αυτοί οι πρωτοεμφανιζόμενοι κυρίως κινηματογραφιστές πού έμειναν εκτός ΠΕΔΙΟΥ ΔΟΚΙΜΗΣ; Που θα βρουν το αντίκρισμα της δουλειάς τους και πώς θα βρεθούν; Ποια έλλειψη γενναιοδωρίας ποιανού απολυταρχικού μηχανισμού τους καταδικάζει να οργανώνουν εκ των υστέρων και με τόσες δυσκολίες, προβολές των κομμένων τους ταινιών σε κάποιο (κινηματογράφο τέχνης της Αθήνας, εκδηλώσεις χωρίς καμιά ουσιαστική λειτουργικότητα, και πώς να περιμαζέψουν τα σκορπισμένα (μέσα από τη δουλειά πού επένδυσαν στην συγκεκριμένη ταινία και το σοκ του αποκλεισμού τους) κομμάτια για να συνεχίσουν επαγγελματικά με τον κινηματογράφο.
Ή έλλειψη επαρκούς κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα, επισημαίνεται εξαντλητικά τα τελευταία χρόνια. Ή Ιδιωτική πρωτοβουλία σ' αυτό τον τομέα έχει αποδειχτεί ανεπαρκής. Οι περισσότερες από τις ταινίες μικρού μήκους πού φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, νομιμοποιούνται ως ασκήσεις μαθητών κινηματογραφικής σχολής και θα έπρεπε να φτιάχνονται και να παραμένουν στα στεγανά της σχολής. 0ι μαθητές θα έπρεπε να δοκιμάζονται και να κρίνονται μπροστά στους δασκάλους τους. Εκεί να επισημαίνονται από τους επαγγελματίες τα λάθη και οι παραλείψεις τους και να γίνονται υποδείξεις για την βελτίωση τους. Ή πρακτική εξάσκηση μέσα σε μια κινηματογραφική σχολή θα επέτρεπε στο νέο κινηματογραφιστή να ξεκινήσει την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά απαλλαγμένος από περιττά φορτία των αισθητικών αναζητήσεων και ιδεολογικών προβληματισμών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. 0ι νέοι κινηματογραφιστές είναι μόνοι και αβοήθητοι. Αν πάρει κανείς υπόψη του αυτά τα χαρακτηριστικά και τις ιδιορρυθμίες τής ταινίας μικρού μήκους, διαπιστώνει πόσο υποτιμημένο είναι το είδος στην Ελλάδα και πόσο λανθασμένη υπήρξε ή αντιμετώπιση του από το κοινό και την κριτική.
Στην Ιδιαιτερότητα της ταινίας μικρού μήκους μέσα στο σώμα του εθνικού μας κινηματογράφου και την άνιση μεταχείρισή της τόσο από τον θεσμό του Φεστιβάλ όσο και από το εμπορικό κύκλωμα διανομής, επιχείρησε να δώσει έμφαση το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Κινηματογραφικής Λέσχης της γειτονικής μας Δράμας, με βασικό εμψυχωτή τον κινηματογραφικό κριτικό της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη", Αλέξη Δερμετζόγλου.
Το Φεστιβάλ αυτό πού διεξάγεται την εβδομάδα 2-8 Νοέμβρη στην Δράμα βρίσκεται φέτος στον τέταρτο χρόνο πετυχημένης λειτουργίας του. Τον ρόλο πού αρνείται πεισματικά να παίξει για τις ταινίες μικρού μήκους το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (τον ρόλο του ενδιάμεσου δέκτη-κριτή-θεατή) καλείται τώρα να υποδυθεί το κοινό της κινηματογραφικής λέσχης Δράμας. Με το καλό λοιπόν!
Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Κάθε χρόνο σχεδόν, ή μεροληπτική κρίση της κριτικής επιτροπής (τα περασμένα χρόνια υπερτερούσαν στη σύνθεση συντηρητικά στοιχεία και οι αποφάσεις τους ήταν προς όφελος της Ιδεολογίας του κυβερνώντος κόμματος) ξεσήκωνε βίαιες αντιδράσεις και ή πενιχρή πολιτιστική βιτρίνα πού είναι αυτό το μεγαλόσχημο φεστιβάλ, έκλεινε το "θέαμα των εφτά ήμερων" με παρόμοιες ηχηρές αντιδράσεις.
Ή προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ εγκαινίασε την αυθαίρετη κρίση απορρίπτοντας 8 ταινίες μεγάλου μήκους από τις 20 που είχαν υποβληθεί στη Γραμματεία και 18 μικρού μήκους από τις 32, αριθμός υπερβολικά υψηλός. Η απόρριψη δεν δικαιολογείται με το επιχείρημα της "χαμηλής στάθμης" των ταινιών. Η ποιότητα του συνόλου των ταινιών στάθηκε φέτος κάπου στον μέσο όρο. Η Διαπίστωση αυτή δεν νομιμοποιεί την κρίση της επιτροπής. Σ' ένα Φεστιβάλ δεν ερχόμαστε για να δούμε τα αριστουργήματα, κι αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στο κοινό, ερχόμαστε να δούμε το Εθνικό Κινηματογραφικό μας πρόσωπο, το σύνολο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής της χρονιάς, ερχόμαστε να δούμε, να κρίνουμε και ν' αξιολογήσουμε. Στο Εθνικό Φεστιβάλ "ερχόμαστε να καθρεφτιστούμε και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουμε και τις ευχάριστες (τις λιγοστές) και τις δυσάρεστες πλευρές μας.
Τί θα κάνουν λοιπόν αυτοί οι πρωτοεμφανιζόμενοι κυρίως κινηματογραφιστές πού έμειναν εκτός ΠΕΔΙΟΥ ΔΟΚΙΜΗΣ; Που θα βρουν το αντίκρισμα της δουλειάς τους και πώς θα βρεθούν; Ποια έλλειψη γενναιοδωρίας ποιανού απολυταρχικού μηχανισμού τους καταδικάζει να οργανώνουν εκ των υστέρων και με τόσες δυσκολίες, προβολές των κομμένων τους ταινιών σε κάποιο (κινηματογράφο τέχνης της Αθήνας, εκδηλώσεις χωρίς καμιά ουσιαστική λειτουργικότητα, και πώς να περιμαζέψουν τα σκορπισμένα (μέσα από τη δουλειά πού επένδυσαν στην συγκεκριμένη ταινία και το σοκ του αποκλεισμού τους) κομμάτια για να συνεχίσουν επαγγελματικά με τον κινηματογράφο.
Ή έλλειψη επαρκούς κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα, επισημαίνεται εξαντλητικά τα τελευταία χρόνια. Ή Ιδιωτική πρωτοβουλία σ' αυτό τον τομέα έχει αποδειχτεί ανεπαρκής. Οι περισσότερες από τις ταινίες μικρού μήκους πού φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, νομιμοποιούνται ως ασκήσεις μαθητών κινηματογραφικής σχολής και θα έπρεπε να φτιάχνονται και να παραμένουν στα στεγανά της σχολής. 0ι μαθητές θα έπρεπε να δοκιμάζονται και να κρίνονται μπροστά στους δασκάλους τους. Εκεί να επισημαίνονται από τους επαγγελματίες τα λάθη και οι παραλείψεις τους και να γίνονται υποδείξεις για την βελτίωση τους. Ή πρακτική εξάσκηση μέσα σε μια κινηματογραφική σχολή θα επέτρεπε στο νέο κινηματογραφιστή να ξεκινήσει την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά απαλλαγμένος από περιττά φορτία των αισθητικών αναζητήσεων και ιδεολογικών προβληματισμών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. 0ι νέοι κινηματογραφιστές είναι μόνοι και αβοήθητοι. Αν πάρει κανείς υπόψη του αυτά τα χαρακτηριστικά και τις ιδιορρυθμίες τής ταινίας μικρού μήκους, διαπιστώνει πόσο υποτιμημένο είναι το είδος στην Ελλάδα και πόσο λανθασμένη υπήρξε ή αντιμετώπιση του από το κοινό και την κριτική.
Στην Ιδιαιτερότητα της ταινίας μικρού μήκους μέσα στο σώμα του εθνικού μας κινηματογράφου και την άνιση μεταχείρισή της τόσο από τον θεσμό του Φεστιβάλ όσο και από το εμπορικό κύκλωμα διανομής, επιχείρησε να δώσει έμφαση το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Κινηματογραφικής Λέσχης της γειτονικής μας Δράμας, με βασικό εμψυχωτή τον κινηματογραφικό κριτικό της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη", Αλέξη Δερμετζόγλου.
Το Φεστιβάλ αυτό πού διεξάγεται την εβδομάδα 2-8 Νοέμβρη στην Δράμα βρίσκεται φέτος στον τέταρτο χρόνο πετυχημένης λειτουργίας του. Τον ρόλο πού αρνείται πεισματικά να παίξει για τις ταινίες μικρού μήκους το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (τον ρόλο του ενδιάμεσου δέκτη-κριτή-θεατή) καλείται τώρα να υποδυθεί το κοινό της κινηματογραφικής λέσχης Δράμας. Με το καλό λοιπόν!