"Απεταξάμην" της Φρίντας Λιάππα.
Κείμενο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ"
Απεταξάμην" της Φρίντας Λιάππα
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΧΙ ΙΣΤΟΡΙΑ"
(με σπρέι σε τοίχο του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα, οδός Τοσίτσα)
Στα τελευταία καρέ των τίτλων ακούγεται κρότος γυαλιού πού σπάζει και η οθόνη πλημμυρίζει με αίμα. Στο πρώτο πλάνο της ταινίας ο πατέρας του σπιτιού βρίσκεται να έχει κόψει το χέρι του μ' ένα γυαλί. Το αίμα λερώνει το άσπρο του πουκάμισο. Η ανιψιά του Λούκια (Μαριτίνα Πάσσαρη) θα του δέσει το χέρι και θα έρθει σε επαφή με το αίμα. Η Ηλέκτρα (Τζουλιέττα Καρόρη), αδιάφορη και κυνική συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο της. Η Λιάππα, με τη συμβολική θυσία του αίματος, επικαλείται την τελετή για να στεριώσει η ταινία (όπως παλιότερα έσφαζαν τον πετεινό στα θεμέλια του καινούριου σπιτιού). Η θυσία του αίματος πάει και πιο πέρα: εισάγει στην ιστορία - φάντασμα πού θα ξετυλιχτεί.
Η Λουκία είναι ή ανηψιά από την επαρχία πού φιλοξενείται για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, το "καλό παιδί" του σπιτιού. Η εξαδέλφη της Ηλέκτρα είναι ή "κακομαθημένη μοναχοκόρη" με το κράνος και τη μοτοσικλέτα.
Η Λιάππα από τα πρώτα πλάνα της ταινίας αναπτύσσει με θαυμαστό τρόπο τους διαφορετικούς χαρακτήρες των δύο κοριτσιών και τους σταθεροποιεί. Από κει και πέρα, εξελίσσοντας μόνο δευτερογενή τους στοιχεία, τις χρησιμοποιεί για τους λατρευτικούς της σκοπούς.
Η μικρή Άλικη στο παραμύθι του Λούις Κάρολ αδιαφορεί για το βιβλίο πού διαβάζει η αδερφή της και αρχίζει μόνη της την κατάδυση "Στη Χώρα των θαυμάτων". Η Ηλέκτρα στην ταινία της Λιάππα παίρνει το κράνος της και φεύγει. Η Λούκια μένει μόνη της κλεισμένη στην υπερβολή της εφηβείας της. Οι σελίδες της Ιστορίας πού διαβάζει παράγουν φαντάσματα. Η εφηβεία της Λουκίας και το άγχος των εξετάσεων μεγαλοποιούν τα φαντάσματα και τα προεκτείνουν. Οι νεκροί από το παρελθόν της Ιστορίας μεταμορφώνονται σε ζώα και ήχους- γεμίζουν το δωμάτιο. Συμβαίνουν πράγματα πού τα βλέπει η Λούκια (γάτες μέσα στο σπίτι) και πράγματα πού δεν τα βλέπει (ένα παγώνι μπαίνει στο υπνοδωμάτιο την ώρα πού κλαίει μπρούμυτα στο κρεβάτι των θείων της). Η εφιαλτική χώρα των θαυμάτων στην οποία βυθίζεται το κορίτσι βρίσκεται στην πιο κεντρική αρτηρία της μεγαλούπολης.
Οι φαντασιώσεις της Λουκίας προεκτείνονται, συναντούν το πραγματικό και συμπλέκονται μαζί του. Το σπίτι είναι βουβό, κανένας ήχος δε φτάνει από τον δρόμο. Ξαφνικά τρακάρισμα αυτοκινήτων εισβάλλει στο διαμέρισμα-σειρήνες ασθενοφόρου, θόρυβος. Μετά, ησυχία πάλι, σαν κάτι να έγινε και να μην έγινε ποτέ!
Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας, το σταματημένο εκκρεμές αρχίζει να κουνιέται από μόνο του, κανείς δε βρίσκεται στην άλλη άκρη. Η Λιάππα με τ' ανεβοκατεβάσματα της δράσης και τις εντάσεις προσπαθεί να μας μεταφέρει την αγωνία της και να εντυπωσιάσει. Η άσκηση ύφους πού επιχειρεί πετυχαίνει.
Η πρωταγωνίστρια υιοθετεί λατρευτικές κινήσεις και χειρονομίες, μπαίνει μέσα στην υπερβολή πού της παίζουν οι αισθήσεις, ο ερωτισμός και ο πόθος της, περνάει από το σκοτάδι στο φως και ξαναγυρίζει- μετά παγώνει. Η ιέρεια Λουκία-Λιάππα διατρέχει αγαλματικά την ταινία από τη μια άκρη στην άλλη για να προσκαλέσει / προκαλέσει τα φαντάσματα και να μας διαδηλώσει την αφοσίωση της στο φακό της μηχανής, στα χρώματα του φιλμ, στις σκούρες αποχρώσεις του φωτός και της σκιάς, στη φωτογραφία.
Η Λιάππα παίζει με το σώμα της πρωταγωνίστριάς της (πού στο τέλος παραλαμβάνεται από το πραγματικό / φανταστικό), παίζει με τον κινηματογράφο και το κινηματογραφικό συνεργείο, παίζει με τον χώρο και τον χρόνο, παίζει με τους ρυθμούς της ταινίας, ναρκισσεύεται ανακαλύπτοντας τον εαυτό της, τις διαστάσεις της και τις εκφραστικές δυνατότητες του μέσου πού χρησιμοποιεί. Η Λιάππα δημιουργεί στην ταινία της το θέαμα για να το επιδείξει.
Μέσα από την τελετή κατασκευής αυτής της ταινίας η σκηνοθέτιδα καταθέτει ειδωλολατρικά μια δήλωση πίστης προς τον κινηματογράφο και τα είδωλα του, δηλώνει τις κινηματογραφικές της καταβολές και την κινηματογραφοφιλία της. Στους τίτλους της αρχής αφιερώνει θεαματικά της ταινία της (για να το δούμε εμείς) στο νεκρό Ροδόλφο Βαλεντίνο. Σε μια εφημερίδα πού μας αποκαλύπτει ο φακός διαβάζουμε την αναγγελία θανάτου του Χίτσκοκ. Οι κινηματογραφικές αναφορές της στους μάστορες του είδους (Πολάνσκι - Μπουνουέλ) είναι ο φόρος τιμής πού προσφέρει. Η ίδια η ταινία της, μ' έναν εντελώς γυναικείο τρόπο (όπως ένα κορίτσι κόβει την πλεξούδα του και την ακουμπάει στο βωμό), είναι η μοναδική της προσφορά - υστέρημα μαθητευόμενου προς δάσκαλο.
Σε αντάλλαγμα της προσφοράς της η Λιάππα ζητάει την αφοσίωση μας, ζητάει ακόμα να ξορκίσει το κακό πνεύμα, να κατακάτσουν οι φοβέρες και οι άνεμοι (μέσα της και τριγύρω), να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι στο χρόνο και στ' όνειρο.
Το τέλος της ταινίας παραμένει ανοιχτό, χαίνει όπως το ανοιχτό βιβλίο της ιστορίας στα χέρια της Λουκίας, όπως ο σκοτεινός διάδρομος της πολυκατοικίας στο τέλος του οποίου χάνεται το κορίτσι τυλιγμένο στην κόκκινη πετσέτα του μπάνιου· δε μας οδηγεί πουθενά. Ή ιστορία (κινηματογραφικά και θεματικά) παραμένει ανοιχτή για μας και για τη Λιάππα
Σενάριο-Σκηνοθεσία-Παραγωγή: Φρίντα Λιάππα. Φωτογραφία: Νίκος Σμαραγδής. Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας. Ηχοληψία: Μαρίνος Αθανασόπουλος. Ερμηνεία: Μαριτίνα Πάσσαρη. (χρώμα, 25', 35 χιλ.).
Απεταξάμην" της Φρίντας Λιάππα
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΧΙ ΙΣΤΟΡΙΑ"
(με σπρέι σε τοίχο του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα, οδός Τοσίτσα)
Στα τελευταία καρέ των τίτλων ακούγεται κρότος γυαλιού πού σπάζει και η οθόνη πλημμυρίζει με αίμα. Στο πρώτο πλάνο της ταινίας ο πατέρας του σπιτιού βρίσκεται να έχει κόψει το χέρι του μ' ένα γυαλί. Το αίμα λερώνει το άσπρο του πουκάμισο. Η ανιψιά του Λούκια (Μαριτίνα Πάσσαρη) θα του δέσει το χέρι και θα έρθει σε επαφή με το αίμα. Η Ηλέκτρα (Τζουλιέττα Καρόρη), αδιάφορη και κυνική συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο της. Η Λιάππα, με τη συμβολική θυσία του αίματος, επικαλείται την τελετή για να στεριώσει η ταινία (όπως παλιότερα έσφαζαν τον πετεινό στα θεμέλια του καινούριου σπιτιού). Η θυσία του αίματος πάει και πιο πέρα: εισάγει στην ιστορία - φάντασμα πού θα ξετυλιχτεί.
Η Λουκία είναι ή ανηψιά από την επαρχία πού φιλοξενείται για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, το "καλό παιδί" του σπιτιού. Η εξαδέλφη της Ηλέκτρα είναι ή "κακομαθημένη μοναχοκόρη" με το κράνος και τη μοτοσικλέτα.
Η Λιάππα από τα πρώτα πλάνα της ταινίας αναπτύσσει με θαυμαστό τρόπο τους διαφορετικούς χαρακτήρες των δύο κοριτσιών και τους σταθεροποιεί. Από κει και πέρα, εξελίσσοντας μόνο δευτερογενή τους στοιχεία, τις χρησιμοποιεί για τους λατρευτικούς της σκοπούς.
Η μικρή Άλικη στο παραμύθι του Λούις Κάρολ αδιαφορεί για το βιβλίο πού διαβάζει η αδερφή της και αρχίζει μόνη της την κατάδυση "Στη Χώρα των θαυμάτων". Η Ηλέκτρα στην ταινία της Λιάππα παίρνει το κράνος της και φεύγει. Η Λούκια μένει μόνη της κλεισμένη στην υπερβολή της εφηβείας της. Οι σελίδες της Ιστορίας πού διαβάζει παράγουν φαντάσματα. Η εφηβεία της Λουκίας και το άγχος των εξετάσεων μεγαλοποιούν τα φαντάσματα και τα προεκτείνουν. Οι νεκροί από το παρελθόν της Ιστορίας μεταμορφώνονται σε ζώα και ήχους- γεμίζουν το δωμάτιο. Συμβαίνουν πράγματα πού τα βλέπει η Λούκια (γάτες μέσα στο σπίτι) και πράγματα πού δεν τα βλέπει (ένα παγώνι μπαίνει στο υπνοδωμάτιο την ώρα πού κλαίει μπρούμυτα στο κρεβάτι των θείων της). Η εφιαλτική χώρα των θαυμάτων στην οποία βυθίζεται το κορίτσι βρίσκεται στην πιο κεντρική αρτηρία της μεγαλούπολης.
Οι φαντασιώσεις της Λουκίας προεκτείνονται, συναντούν το πραγματικό και συμπλέκονται μαζί του. Το σπίτι είναι βουβό, κανένας ήχος δε φτάνει από τον δρόμο. Ξαφνικά τρακάρισμα αυτοκινήτων εισβάλλει στο διαμέρισμα-σειρήνες ασθενοφόρου, θόρυβος. Μετά, ησυχία πάλι, σαν κάτι να έγινε και να μην έγινε ποτέ!
Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας, το σταματημένο εκκρεμές αρχίζει να κουνιέται από μόνο του, κανείς δε βρίσκεται στην άλλη άκρη. Η Λιάππα με τ' ανεβοκατεβάσματα της δράσης και τις εντάσεις προσπαθεί να μας μεταφέρει την αγωνία της και να εντυπωσιάσει. Η άσκηση ύφους πού επιχειρεί πετυχαίνει.
Η πρωταγωνίστρια υιοθετεί λατρευτικές κινήσεις και χειρονομίες, μπαίνει μέσα στην υπερβολή πού της παίζουν οι αισθήσεις, ο ερωτισμός και ο πόθος της, περνάει από το σκοτάδι στο φως και ξαναγυρίζει- μετά παγώνει. Η ιέρεια Λουκία-Λιάππα διατρέχει αγαλματικά την ταινία από τη μια άκρη στην άλλη για να προσκαλέσει / προκαλέσει τα φαντάσματα και να μας διαδηλώσει την αφοσίωση της στο φακό της μηχανής, στα χρώματα του φιλμ, στις σκούρες αποχρώσεις του φωτός και της σκιάς, στη φωτογραφία.
Η Λιάππα παίζει με το σώμα της πρωταγωνίστριάς της (πού στο τέλος παραλαμβάνεται από το πραγματικό / φανταστικό), παίζει με τον κινηματογράφο και το κινηματογραφικό συνεργείο, παίζει με τον χώρο και τον χρόνο, παίζει με τους ρυθμούς της ταινίας, ναρκισσεύεται ανακαλύπτοντας τον εαυτό της, τις διαστάσεις της και τις εκφραστικές δυνατότητες του μέσου πού χρησιμοποιεί. Η Λιάππα δημιουργεί στην ταινία της το θέαμα για να το επιδείξει.
Μέσα από την τελετή κατασκευής αυτής της ταινίας η σκηνοθέτιδα καταθέτει ειδωλολατρικά μια δήλωση πίστης προς τον κινηματογράφο και τα είδωλα του, δηλώνει τις κινηματογραφικές της καταβολές και την κινηματογραφοφιλία της. Στους τίτλους της αρχής αφιερώνει θεαματικά της ταινία της (για να το δούμε εμείς) στο νεκρό Ροδόλφο Βαλεντίνο. Σε μια εφημερίδα πού μας αποκαλύπτει ο φακός διαβάζουμε την αναγγελία θανάτου του Χίτσκοκ. Οι κινηματογραφικές αναφορές της στους μάστορες του είδους (Πολάνσκι - Μπουνουέλ) είναι ο φόρος τιμής πού προσφέρει. Η ίδια η ταινία της, μ' έναν εντελώς γυναικείο τρόπο (όπως ένα κορίτσι κόβει την πλεξούδα του και την ακουμπάει στο βωμό), είναι η μοναδική της προσφορά - υστέρημα μαθητευόμενου προς δάσκαλο.
Σε αντάλλαγμα της προσφοράς της η Λιάππα ζητάει την αφοσίωση μας, ζητάει ακόμα να ξορκίσει το κακό πνεύμα, να κατακάτσουν οι φοβέρες και οι άνεμοι (μέσα της και τριγύρω), να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι στο χρόνο και στ' όνειρο.
Το τέλος της ταινίας παραμένει ανοιχτό, χαίνει όπως το ανοιχτό βιβλίο της ιστορίας στα χέρια της Λουκίας, όπως ο σκοτεινός διάδρομος της πολυκατοικίας στο τέλος του οποίου χάνεται το κορίτσι τυλιγμένο στην κόκκινη πετσέτα του μπάνιου· δε μας οδηγεί πουθενά. Ή ιστορία (κινηματογραφικά και θεματικά) παραμένει ανοιχτή για μας και για τη Λιάππα
Σενάριο-Σκηνοθεσία-Παραγωγή: Φρίντα Λιάππα. Φωτογραφία: Νίκος Σμαραγδής. Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας. Ηχοληψία: Μαρίνος Αθανασόπουλος. Ερμηνεία: Μαριτίνα Πάσσαρη. (χρώμα, 25', 35 χιλ.).