"Η ματαίωση" του Κώστα Αυγέρης.
Η ματαίωση Σκηνοθεσία: Κώστας Αυγέρης.
Παραγωγή: Κ. Αυγέρης-"Παπαδάκης, Χρονόπουλος Ο.Ε.". Σενάριο: Παύλος Μάτεσις. Φωτογραφία: Νίκος Σμαραγδής. Κοστούμια: Αλίκη Παπαζαχαρίου. Μοντάζ: Γιάννα Σπυροπούλου. Ηχοληψία: Μαρίνος Αθανασόπουλος. Ερμηνεία: Ντίνα Κώνστα, Γιάννης Ζαβραδηνός (χρώμα, 35 χιλ. 45')
Κείμενο του Λευτέρη Ξανθόπουλου
Απόπειρα κωδικοποίησης του οικουμενικού μύθου της γερασμένης πόρνης (Ντίνα Κώνστα) πού την εκμεταλλεύεται ο λαϊκός εραστής (Γιάννης Ζαβραδινός) με την υπόσχεση γάμου.
Ο Αυγέρης προσπαθώντας να αποκρύψει την καθαρά λαϊκής καταβολής ιστορία, διαχωρίζει τη θέση του από τα στοιχεία πού την συνθέτουν και επιστρατεύει το μπαρόκ για να επενδύσει το μύθο, τα ντεκόρ και τους ηθοποιούς τους, να μεταμφιέσει το μύθο.
Από την αρχή της ταινίας μας δηλώνεται η απώθηση προς το γυναικείο σώμα. Η ίδια όμως η ταινία πάει ακόμα πιο μακριά: μέσα από τον σωματικό και ψυχικό μαρασμό της πόρνης (μέσα από τη διαδικασία κατασκευής της ίδιας της ταινίας) επιχειρείται να ξορκιστεί ένα κακό. Η ξεπεσμένη -γερασμένη πόρνη πρέπει να ταπεινωθεί με κάθε τρόπο, να μας γίνει αποκρουστική, να κάνει ακόμα και εμετό μπροστά μας για να νομιμοποιηθεί η λογοτεχνική εξίσωση-σχήμα: γυναίκα = πόρνη = αμαρτία
Όταν ο Δαμιανός χειρίζεται την πόρνη - Ευδοκία, την έχει ζήσει νωρίτερα, την έχει ψάξει και την έχει αγαπήσει. Σέβεται απόλυτα τα θεμελιακά στοιχεία της λαϊκής μυθοπλασίας, αφήνει τη μεταφυσική και τον χριστιανισμό να σκονίζονται στα ράφια και πετυχαίνει κινηματογραφικά την αναβίωση του θέματος του. Το "λαϊκό θέαμα" του Αυγέρη δεν έχει αντίκρισμα πρώτα απ' όλα μέσα στον ίδιο τον σκηνοθέτη. Το γνωρίζει μόνο φιλολογικά, μέσα από ακούσματα ή από διαβάσματα. Το μόνο αντίκρισμα πού μπορεί να ανασύρει ο Αυγέρης για να επιχειρήσει την αναπαράσταση είναι η μπαρόκ μεταφορά του, η μεταμφίεση του. Η ταινία φορτίζεται με φθαρμένα σύμβολα - φετίχ (κουτσή πόρνη - ευνουχισμένη, λαϊκός εραστής, λαϊκή γειτονιά, κόκκινη γόβα, στέφανα γάμου) πού παράγουν και την μεγαλομανία της ταινίας.
Στην ταινία έχει επενδυθεί ένας τεράστιος όγκος συλλογικής δουλειάς (σκηνοθεσία, φωτογραφία, κοστούμια, ντεκόρ) πού διχάζει το τελικό αποτέλεσμα. Από τη μια στέκεται ο άζηστος μύθος τυλιγμένος στην παρακμή της υπερβολής και από την άλλη μια σειρά πειθαρχημένων κινήσεων κατασκευής. Η ταινία, πού δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί από τις θεατρικές καταβολές του σεναρίου (διάλογοι, δομή, στυλιζάρισμα), δεν κομίζει κανένα παρόν, δεν είναι φορέας καμιάς χρονικής στιγμής, είτε περασμένης είτε μελλούμενης. Ο διχασμός πού παρεμβαίνει ανάμεσα στο έργο πού καταναλώθηκε και στο τελικό αποτέλεσμα αφήνει την ταινία μετέωρη.
Παραγωγή: Κ. Αυγέρης-"Παπαδάκης, Χρονόπουλος Ο.Ε.". Σενάριο: Παύλος Μάτεσις. Φωτογραφία: Νίκος Σμαραγδής. Κοστούμια: Αλίκη Παπαζαχαρίου. Μοντάζ: Γιάννα Σπυροπούλου. Ηχοληψία: Μαρίνος Αθανασόπουλος. Ερμηνεία: Ντίνα Κώνστα, Γιάννης Ζαβραδηνός (χρώμα, 35 χιλ. 45')
Κείμενο του Λευτέρη Ξανθόπουλου
Απόπειρα κωδικοποίησης του οικουμενικού μύθου της γερασμένης πόρνης (Ντίνα Κώνστα) πού την εκμεταλλεύεται ο λαϊκός εραστής (Γιάννης Ζαβραδινός) με την υπόσχεση γάμου.
Ο Αυγέρης προσπαθώντας να αποκρύψει την καθαρά λαϊκής καταβολής ιστορία, διαχωρίζει τη θέση του από τα στοιχεία πού την συνθέτουν και επιστρατεύει το μπαρόκ για να επενδύσει το μύθο, τα ντεκόρ και τους ηθοποιούς τους, να μεταμφιέσει το μύθο.
Από την αρχή της ταινίας μας δηλώνεται η απώθηση προς το γυναικείο σώμα. Η ίδια όμως η ταινία πάει ακόμα πιο μακριά: μέσα από τον σωματικό και ψυχικό μαρασμό της πόρνης (μέσα από τη διαδικασία κατασκευής της ίδιας της ταινίας) επιχειρείται να ξορκιστεί ένα κακό. Η ξεπεσμένη -γερασμένη πόρνη πρέπει να ταπεινωθεί με κάθε τρόπο, να μας γίνει αποκρουστική, να κάνει ακόμα και εμετό μπροστά μας για να νομιμοποιηθεί η λογοτεχνική εξίσωση-σχήμα: γυναίκα = πόρνη = αμαρτία
Όταν ο Δαμιανός χειρίζεται την πόρνη - Ευδοκία, την έχει ζήσει νωρίτερα, την έχει ψάξει και την έχει αγαπήσει. Σέβεται απόλυτα τα θεμελιακά στοιχεία της λαϊκής μυθοπλασίας, αφήνει τη μεταφυσική και τον χριστιανισμό να σκονίζονται στα ράφια και πετυχαίνει κινηματογραφικά την αναβίωση του θέματος του. Το "λαϊκό θέαμα" του Αυγέρη δεν έχει αντίκρισμα πρώτα απ' όλα μέσα στον ίδιο τον σκηνοθέτη. Το γνωρίζει μόνο φιλολογικά, μέσα από ακούσματα ή από διαβάσματα. Το μόνο αντίκρισμα πού μπορεί να ανασύρει ο Αυγέρης για να επιχειρήσει την αναπαράσταση είναι η μπαρόκ μεταφορά του, η μεταμφίεση του. Η ταινία φορτίζεται με φθαρμένα σύμβολα - φετίχ (κουτσή πόρνη - ευνουχισμένη, λαϊκός εραστής, λαϊκή γειτονιά, κόκκινη γόβα, στέφανα γάμου) πού παράγουν και την μεγαλομανία της ταινίας.
Στην ταινία έχει επενδυθεί ένας τεράστιος όγκος συλλογικής δουλειάς (σκηνοθεσία, φωτογραφία, κοστούμια, ντεκόρ) πού διχάζει το τελικό αποτέλεσμα. Από τη μια στέκεται ο άζηστος μύθος τυλιγμένος στην παρακμή της υπερβολής και από την άλλη μια σειρά πειθαρχημένων κινήσεων κατασκευής. Η ταινία, πού δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί από τις θεατρικές καταβολές του σεναρίου (διάλογοι, δομή, στυλιζάρισμα), δεν κομίζει κανένα παρόν, δεν είναι φορέας καμιάς χρονικής στιγμής, είτε περασμένης είτε μελλούμενης. Ο διχασμός πού παρεμβαίνει ανάμεσα στο έργο πού καταναλώθηκε και στο τελικό αποτέλεσμα αφήνει την ταινία μετέωρη.