Απολογισμός 24ου Φεστιβάλ Δράμας 2001
Θα ξεκινήσω με το ντοκιμαντέρ και μάλιστα το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, πρωταρχικής σπουδαιότητας είδος της κινηματογραφικής τέχνης. Παρόλες τις επιτυχίες που σημειώνουν ταινίες μεγάλου μήκους όπως η «Ασίγαστη πέτρα», το ντοκιμαντέρ εξακολουθεί να μην ενδιαφέρει πραγματικά, φαίνεται, τους διάφορους κρατικούς φορείς, ούτε καν τους πλέον «ενδεδειγμένους». Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν το συμπεριλαμβάνουν στα είδη ταινιών που δικαιούνται να λαμβάνουν το περίφημο 1,5%. Υπήρξαν, εξάλλου, αξιόλογες πρωτοβουλίες που έγινε δυνατόν, τα τρία τελευταία χρόνια, να υλοποιηθούν, όπως αυτή του μικροφίλμ, που έδωσε μια σειρά από λίγο ως πολύ πετυχημένες ταινίες μυθοπλασίας μικρού μήκους, αφήνοντας, όμως, κι αυτές απέξω το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Κι αυτό παρόλες τις έντονες φιλικές ενστάσεις μας στους εισηγητές τους, που δεν καταφέραμε να τους πείσουμε ώστε να συμπεριλάβουν και μερικά ντοκιμαντέρ, στον ετήσιο διαγωνισμό και προγραμματισμό τους. Αλλά και το πρόγραμμα «Τεκμήριο» για μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, έχω την αίσθηση και την εντύπωση ότι προχωρά με αρκετά αργούς ρυθμούς. Ενώ η ΝΕΤ παράγει γενικά φθηνά ντοκιμαντέρ ή σειρές ντοκιμαντέρ που όλα γυρίζονται σε βίντεο και η ανεξάρτητη παραγωγή γίνεται όλο και πιο δύσκολη και προβληματική. Παρόλα αυτά τα καθόλου ευχάριστα και αισιόδοξα δεδομένα, μου έκανε ιδιαίτερη ευχαρίστηση που είδα στο 24ο Φεστιβάλ της Δράμας, εφέτος, 5 κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, από τα οποία τα δύο είναι πραγματικά αξιόλογα:
Η Νόνα της Αγγέλας Μυλωνάκη διακρίνεται για την ιδιαίτερη επινοητικότητα και ευλυγισία που διαθέτει η ντοκιμαντερίστρια στην αφήγηση διάφορων ουσιαστικής και βαθιάς σημασίας και σπουδαιότητας προσωπικών αυτοβιογραφικών στιγμών. Εναρμονίζονται έτσι οι στιγμές που έγιναν τα γυρίσματα και πέρασαν στην ταινία με το χτες των παιδικών της χρόνων, μέσα από τις εκμυστηρεύσεις της γιαγιάς της ή της μόνιμης στο σπιτι παραδουλεύτρας. Ο ξύπνιος και γεμάτος σπιρτάδα στοχασμός (και οι σκέψεις) της νόνας δένεται αρμονικά με μια κινηματογραφική «εξερεύνηση» της διάρκειας και της ροής του αμείλιχτου, αλλά και λυτρωτικού χρόνου και με μια λυρική καταγραφή της φύσης, μέσα από την αιώνια παρουσία της θάλασσας (του νερού), του βουνού (της γης), της φωτιάς. Της δίνονται έτσι βαθμιαία τα κλειδιά για να αποκαλύψει και να αποκρυπτογραφήσει την κρυμμένη ιστορία της οικογενειάς της και να απελευθερωθεί από την αλυσσίδα των αλλεπάλληλων μυστικών, ενώ η τελική σκηνή και φράση της γιαγιάς, που η κινηματογραφίστρια διαλέγει να μοντάρει, μετά το λυρικό μυθοπλασιακό τέλος και τον πραγματικό θάνατο της νόνας της, παρά τον φαινομενικά απομυθοποιητικό της χαρακτήρα, υποβάλλει μια γεμάτη χιούμορ απαισιοδοξία που μπορεί και σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή.
Η Γη των ανθρώπων του Ιωάννη Χριστοφόρου διερευνά ένα ξένο πολιτισμικό χωροχρόνο και καταγράφει τους ιδιαίτερους ρυθμούς του, μέσα από τις καθημερινές χειρονομίες και κινήσεις των ανθρώπων, που ανήκουν σ’ ένα νομαδικο λαό της ερήμου, που σχολιάζονται ουσιαστικά με επιλεγμένα αποσπάσματα από το ομότιτλο αφήγημα του Antoine de Saint-Exupery, το οποίο έγινε και η αφετηρία για τη γραφή του σεναριού της ταινίας. Η σπανιότητα του νερού, η παρουσία ενός δέντρου, ανεπαντεχή και συγκλονιστική, το τάισμα των παιδιών και οι άλλες καθημερινές ασχολίες που αποδίδονται σαν ιεροτελεστίες, μέσα στην ατελείωτη και πολύμορφη παρουσία της ερήμου, που οι Βερβέροι την αποκαλούσαν θάλασσα, όπως γράφει στο πρόγραμμα ο κινηματογραφιστής. Η επιλογή σημαινουσών γωνιών λήψης για να ειδωθεί «σωστά» και «ακριβοδίκαια» αυτή η νομαδική, φευγαλέα πραγματικότητα κι ένας αρκετά κατασταλαγμένος πειραματισμός, που γίνεται φανερός στο μοντάζ, όπως επίσης και στη γενικότερη σύνταξη της ταινίας, αλλά και στην κατασκευή των πλάνων, δίνουν στην ταινία μια μορφική και δομική, στη συντομη διάρκειά της, ιδιοτυπία, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα που προσεγγίζει.
Από τις ταινίες του διαγωνιστικού σπουδαστικού τμήματος ξεχωρίσαμε δύο από τις έξη μονάχα ταινίες που προκρίθηκαν. Φαίνεται ότι η έλλειψη μιας σύγχρονης σοβαρής κρατικής κινηματογραφικής σχολής και το στάσιμο επίπεδο των διαφόρων ιδιωτικών σχολών, που χρειάζονται τουλάχιστον να ανανεωθούν, επηρεάζουν όλο και πιο αρνητικά τη δημιουργία σπουδαστικών ταινιών. Η ταινία Τι κοιτάς; της Μελπομένης Τσαρουχά διαθέτει τον ευτράπελο και σύγχρονα κωμικό χαρακτήρα και τόνο στους ρυθμούς και στην κατασκευή της, που ταιριάζει για να παρωδήσει τις εμμονές, τις φαντασιώσεις και τις μανίες της παράλογης και σπασμωδικής καθημερινής ζωής ορισμένων νεοελλήνων. Η Ονειροπαγίδα του Χάρη Βαφειάδη διακρίνεται από μιαν ορισμένη πρωτοτυπία στο χειρισμό του θέματός της: στο αδιάκοπο, αλλά και οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα, τις διάφορες φαντασιώσεις, τις φαντασιακές προβολές και τις αυταπάτες που οδηγούν τον «ήρωα» να πέφτει αδιάκοπα στην παγίδα των ονειρών του, μέσα από τα οποία διαφεύγει ασταμάτητα από την πραγματικότητα. Μιαν ορισμένη ευαισθησία δείχνουν ότι έχουν ο Θοδωρής Μάτσκας (Καθρέφτης) και ο Siamak Etemadi (Vignette), που χρειάζεται, όμως, να «καλλιεργηθεί» βαθιά και να «γονιμοποιηθεί» με σπουδή και βαθύτερη γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας και σύνταξης.
Από το τμήμα «΄Ελληνες του κόσμου», που δεν έκρυβε εφέτος τις μεγάλες εκπλήξεις ορισμένων προηγούμενων ετών, όπως π.χ. του 1999, εντοπίσαμε τις ακόλουθες ταινίες:
Την Julie του Χρήστου Χατζηαντωνίου, που διηγείται, με κάποια ειρωνεία, αλλά και συμπάθεια προς τους ήρωες – και κυρίως προς την ηρωίδα – την την ιστορία ενος σύγχρονου ζευγαριού με οικονομικά προβλήματα, που για να τα λύσει η ηρωίδα οδηγείται στο χάσιμο της αυτοεκτίμησής της και σ’ ένα είδος βαθμιαίας αλλοτρίωσης, από την οποία μόλις καταφέρνει ίσως να ξεφύγει, την τελευταία στιγμή. Το ενδιαφέρον σενάριο της ταινίας αποδίδεται δημιουργικά και πλουτίζεται απο μια γεμάτη επινοήσεις και σημαίνουσες παύσεις και κενά σκηνοθεσία.
Το εστιατόριο του Νίκου που σκηνοθέτησε η Ευτέρπη Χαραλαμπίδη, που φαίνεται ότι διαθέτει κι αυτή κάποιες ανάλογες αφηγηματικές και κατασκευαστικές ικανότητες. Αφηγείται, με παραδοσιακό, στρωτό τρόπο, με συγκρατημένη συγκίνηση και τρυφερότητα, τη σχετική παρακμή ενός ελληνικού εστιατόριου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τις σχέσεις του έλληνα αφεντικού με την ισπανόφωνη μαγείρισσα και το σερβιτόρο, το οδυνηρό ξεπέρασμα μιας ερωτικής του αυταπάτης, την τελική του συμφιλίωση με το μοναδικό πιστό του πελάτη.
Και το φετεινό διαγωνιστικό τμήμα των ταινιών μυθοπλασίας διακρινόταν για τη μεγάλη ποικιλία των θεμάτων των ταινιών του, για τις εξαιρετικές κατασκευαστικές τους ιδιοτυπίες και για τη διαφορετικότητα της κινηματογραφικής γραφής τους. Ξεχωρίσαμε τέσσερις ταινίες με διαφορετικού τύπου αρχετυπικό χαρακτήρα, και τις παρουσιάζουμε με τη σειρά που τις είδαμε να προβάλλονται. Και οι τέσσερις έχουν γίνει από κινηματογραφιστές, που έχουν βραβευθεί ή ξεχωρίσει, σε προηγούμενες διοργανώσεις του Φεστιβάλ της Δράμας.
Με την τέταρτη ταινία του See No evil, ο ΄Αρης Μπαφαλούκας, όλοτελα κύριος των εκφραστικών του μέσων, με πολύ καλούς συνεργάτες, τον φωτογράφο Οδυσσέα Παυλόπουλο, την μοντέζ Μπονίτα Παπαστάθη, την μουσικό Μέλπω Μπονάτου, τον εξαιρετικό Κώστα Σφήκα και την εκπληκτική μικρούλα Δήμητρα Δουμένη πετυχαίνει να αφηγηθεί την αρχετυπικά απλή και σχεδόν χωρίς δράση ιστορία του: το θάνατο ενός παππού που βγάζει την εγγονούλα του βόλτα στο πάρκο, μια στιγμή που παίζει μαζί της, την αθωότητα της ματιάς της μικρής, που νομίζει, στην αρχή, ότι συνεχίζουν ντο παιχνίδι τους, την αθέλητη εξοικείωσή της με την ιδέα του θανάτου, όταν βλέπει ένα πεθαμένο πουλί, την ταραχή, την αναστάτωση και τα τρεχαλητά που της προκαλεί, το ξάπλωμά της μπροστά στον πεθαμένο της παππού και το κλείσιμο με τα χέρια των ματιών της, σαν να μην θέλει να αντικρύσει τον θάνατο ή, αντίθετα, να επιθυμεί να εξοικειωθεί μαζί του, μιμούμενη τη χαρακτηριστική «στάση» του. ΄Ολα αυτά ο ΄Αρης Μπαφαλούκας τα διηγείται με απλότητα και λιτότητα, κι αυτό τους προσδίδει μιαν ποιητική διάσταση, παρά τον κάπως απότομο, ιδιαίτερα στην αρχή, χαρακτήρα της κινηματογραφικής αφήγησης, που φαίνεται ότι απέκλεισε αρκετές ενδιάμεσες σκηνές.
Με Το φουστάνι, η Μόνικα Βαξεβάνη, που είχε ελκύσει την προσοχή μας, σε ένα προηγούμενο Φεστιβάλ της Δράμας, με το ντοκιμαντέρ της “About John and Andre”, πετυχαίνει, και εδώ, χρησιμοποιώντας και την πείρα της ντοκιμαντερίστριας, να ολοκληρώσει μια μοναδική ταινία, που αποτυπώνει την «αρχετυπική» κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα μιας προηγούμενης εποχής, με σπάνια ενάργεια και ακρίβεια. Πραγματικά και η παραμικρή λεπτομέρεια των διαφόρων πλάνων, που καταγράφουν την ασφυχτική και σπαρταριστή, αλλά και μίζερη και σπαραχτική ζωή μιας λαϊκής μικρής οικογένειας στη συνοικία της Δραπετσώνας, το 1957, δίνεται λιτά κι απογυμνωμένα από ψεύτικες εξιδανικεύσεις. Οι αντιφατικές σχέσεις μάνας-κόρης δίνονται με όλη την φαινομενική σκληρότητα της πρώτης, με όλη την εύθραυστη συνθετότητα και την πολυπλοκότητά τους, όπως επίσης και η πολυσημική ανταρσία της κόρης. Φωτογραφία (΄Ακης Ζορμπάς), μοντάζ (Γιώργος Τριανταφύλλου), ήχος (Δημήτρης Θεοχάρης), ηθοποιοί (κυρίως η πολύ καλή Μαρία Κεχαγιόγλου), μουσική (Δημήτρης Θεοχάρης) συντελούν σε μια θαυμαστή αναβίωση μιας ολόκληρης εποχής, χωρίς γλυκασμούς και μυθοποιήσεις.
Στην ταινία του Ο τελευταίος ταμπάκος, ο Λευτέρης Δανίκας, που έχει ασχοληθεί κι αυτός με το ντοκιμαντέρ, ξεφεύγει από τον πειρασμό της ηθογραφίας και αποδίδει με αρχετυπικό και σχεδόν ιεροτελεστικό τρόπο, τις αφηγηματικές κορυφώσεις της ιστορίας του: την παράδοξη απουσία του φίλου από το τραπέζι της παρέας των συμποσιαστών, που περνούν, πίνοντας και διηγούμενοι ξανά τις ιστορίες του φίλου τους, σ’ ένα είδος διονυσιακής έκστασης, ενώ ένας «τρελός του θεού» προφέρει αποσπάσματα από βιβλικές προτάσεις. Πηγαίνοντας στο σπίτι του φίλου τους ταμπάκου τον βρίσκουν πεθαμένο και τον ξενυχτάνε. Το χάραμα τους βρίσκει όλους αποκοιμισμένους δίπλα στον νεκρό. Την αυγή, σ’ ένα κοσμογονικό τοπίο νερών, ο τρελός συνεχίζει να απαγγέλνει τις βιβλικές φράσεις του. Οι ρυθμοί της αφήγησης και ο κυρίαρχος τόνος και το ύφος της ταινίας έχουν κάτι από τον λεγόμενο μαγικό ρεαλισμό.
Με το Νανούρισμα, ο Βαγγέλης Καλαμπάκας, που είχε βραβευθεί, παλιότερα, στο Φεστιβάλ της Δράμας για την εξαιρετική ταινία του Μικρα πρελούδια, συνεχίζει τη γόνιμη αναζήτησή του, εξερευνώντας σε βάθος, με ιδιότυπο κινηματογραφικό τρόπο, τον αρχετυπικό, σχεδόν «μπεκετικό» κόσμο μιας μόνης, μεσήλικης γυναίκας που κάποιον περιμένει και ταυτόχρονα την φοβίζει η «μελλοντική» αφιξή του, νανουρίζοντας ένα υπαρκτό (ή υποθετικό;) μωρό, ενώ τα είδωλα και οι ήχοι του μαυρόασπρου, εξωτερικού, επικίνδυνου κόσμου όλο και εισβάλλουν από τον καθρέφτη και την αναστατώνουν (ένας άντρας που παίζει με περιπάθεια βιολί, άντρες που μεταφέρουν διάφορα πακέτα, πολλά παιδιά που μαζεύονται όλα μαζί, δίπλα σ’ένα μαραμένο κορμό δέντρου). ΄Ετσι, το αρχικό νανούρισμα-τραγούδι της μετατρέπεται σε μουρμουρητό, ψελλισμα, συλλάβισμα, παραμιλητό. Η ταινία τελείωνει με το πραγματικό κλάμα ενός μωρού. Η φωτογραφία της Κατερίνας Μαραγκουδάκη είναι κι εδώ, όπως και στα Μικρά πρελουδια, εξαιρετική, η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη «ρυθμίζει» τις εντάσεις, τα ξεσπάσματα και τις παύσεις, αποδιδοντάς τους την ιδιότυπη ποίηση τους, ο ήχος του Μαρίνου Αθανασόπουλου είναι πολύ καλός και η ερμηνεία της μεγάλης ηθοποιού Αντιγόνης Βαλάκου διαθέτει μιαν τραγική λιτότητα και ταπεινοσύνη.
Δίπλα σ’αυτές τις ταινίες, μερικές φορές ισαξιές τους, ξεχωρίσαμε επίσης τις ακόλουθες ταινίες: Οι άντρες δεν κλαίνε του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, που χαρακτηρίζεται, από μιαν ευρύτερη καλλιτεχνική αγωνία και αναζήτηση, που δίνει με τον γρήγορο ρυθμό και τις εναλλαγές του πολύ καλού μοντάζ του Ηλία Δημητρίου, της εκφραστικής στις διαβαθμίσεις και τις κινήσεις της φωτογραφίας του Κυριάκου Βλοντάκη και τη «νευρική» μουσική του Αντώνη Λιβιεράτου, μιαν ιδιαίτερη πυρετική ένταση στην ταινία, και την κάνει να ξεχωρίζει χάρη στη σκηνοθετική της ακρίβεια και την κατασκευαστική της αυστηρότητα. Ο Γκόγκος του Παναγιώτη Φαφούτη, πρωτότυπη, ειρωνική κωμωδία, που περιγράφει τα παράλογα και τις εμμονές της κλειστής ζωής της επαρχίας, που μια άλλη «ποιητική» εμμονή του στολισμού και του ντυσίματος των πάντων με χρωματιστά τραπεζομάντηλα, οδηγεί, τελικά, σ’ ένα είδος απελευθέρωσης την ηρωΐδα-εστιάτορα στη μέση του πουθενά. Συνεπής με το θέμα είναι ο λιτός σκηνοθετικός χειρισμός και η πολύ καλή ερμηνεία της Μαρίας Σκουλά. Είσοδος ελεύθερη της Στρατούλας Θεοδωράτου, που είχε βραβευθεί πέρσι για το Θολό ποτάμι. Εδώ, με νεύρο και πυρετό καταγράφει την καφκικού τύπου αγωνία διαφόρων παράξενων τουριστών, που ψάχνουν να βρουν μια ελεύθερη είσοδο σ’ ένα ιδιαίτερο κομμάτι ενός δρόμου, που τους φυλακίζει και δεν τους αφήνει να φύγουν, μετατρέποντάς τους σε ζητιάνους. Ο εξπρεσιονισμός των πλάνων και της γενικότερης κατασκευής της ταινίας συντηρεί ένα είδος υπόγειας ανησυχίας κι αναταραχής, που δίνει το ρυθμό της στην ταινία. Hots dogs του Δημήτρη Παντελιά, που με σκηνοθετική δύναμη και επινοητικότητα καταγράφει την αγριότητα, την ωμότητα και τον κυνισμό μηχανοποιημένων ανθρώπων και των σχέσεών τους, μέσα στο χάος της κυκλοφορίας, σε μια παγκοσμιοποιημένη πόλη, με το απόμακρο κλάμα του άγριου σκοτωμένου σκύλου, τις συγκρούσεις, τα ατυχήματα, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, τους εύκολους χωρισμούς και τα ξανασμιξίματα. Πολύ καλές ερμηνείες από τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και την ΄Αννα Μάσχα.
Ξεχωρίσαμε ακόμη για ορισμένες κινηματογραφικές αρετές τους, δίπλα στο πετυχημένο, εικαστικό κινούμενο σχέδιο ΄Οτι είναι ένα ταξίδι του Σπύρου Πολυμέρη, τις ταινίες: Σκληρή μηχανή του Βασίλη Γιάτση, Algorythm του Θεόφιλου Παπαστυλιανού, Το κόστος του παιχνιδιού του Μίλτου Πηλαλητού, Είναι γρουσουζιά να δεις τη νύφη πριν το γάμο του Γιάννη Γαϊτανίδη, Σκοτεινά διαστήματα του Κωστή Μεγαπάνου, Ο άντρας της διπλανής πόρτας του Αλέξανδρου Λούκου, Με τα φώτα νυσταγμένα της Κωνσταντίνας Βούλγαρη.
Η Νόνα της Αγγέλας Μυλωνάκη διακρίνεται για την ιδιαίτερη επινοητικότητα και ευλυγισία που διαθέτει η ντοκιμαντερίστρια στην αφήγηση διάφορων ουσιαστικής και βαθιάς σημασίας και σπουδαιότητας προσωπικών αυτοβιογραφικών στιγμών. Εναρμονίζονται έτσι οι στιγμές που έγιναν τα γυρίσματα και πέρασαν στην ταινία με το χτες των παιδικών της χρόνων, μέσα από τις εκμυστηρεύσεις της γιαγιάς της ή της μόνιμης στο σπιτι παραδουλεύτρας. Ο ξύπνιος και γεμάτος σπιρτάδα στοχασμός (και οι σκέψεις) της νόνας δένεται αρμονικά με μια κινηματογραφική «εξερεύνηση» της διάρκειας και της ροής του αμείλιχτου, αλλά και λυτρωτικού χρόνου και με μια λυρική καταγραφή της φύσης, μέσα από την αιώνια παρουσία της θάλασσας (του νερού), του βουνού (της γης), της φωτιάς. Της δίνονται έτσι βαθμιαία τα κλειδιά για να αποκαλύψει και να αποκρυπτογραφήσει την κρυμμένη ιστορία της οικογενειάς της και να απελευθερωθεί από την αλυσσίδα των αλλεπάλληλων μυστικών, ενώ η τελική σκηνή και φράση της γιαγιάς, που η κινηματογραφίστρια διαλέγει να μοντάρει, μετά το λυρικό μυθοπλασιακό τέλος και τον πραγματικό θάνατο της νόνας της, παρά τον φαινομενικά απομυθοποιητικό της χαρακτήρα, υποβάλλει μια γεμάτη χιούμορ απαισιοδοξία που μπορεί και σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή.
Η Γη των ανθρώπων του Ιωάννη Χριστοφόρου διερευνά ένα ξένο πολιτισμικό χωροχρόνο και καταγράφει τους ιδιαίτερους ρυθμούς του, μέσα από τις καθημερινές χειρονομίες και κινήσεις των ανθρώπων, που ανήκουν σ’ ένα νομαδικο λαό της ερήμου, που σχολιάζονται ουσιαστικά με επιλεγμένα αποσπάσματα από το ομότιτλο αφήγημα του Antoine de Saint-Exupery, το οποίο έγινε και η αφετηρία για τη γραφή του σεναριού της ταινίας. Η σπανιότητα του νερού, η παρουσία ενός δέντρου, ανεπαντεχή και συγκλονιστική, το τάισμα των παιδιών και οι άλλες καθημερινές ασχολίες που αποδίδονται σαν ιεροτελεστίες, μέσα στην ατελείωτη και πολύμορφη παρουσία της ερήμου, που οι Βερβέροι την αποκαλούσαν θάλασσα, όπως γράφει στο πρόγραμμα ο κινηματογραφιστής. Η επιλογή σημαινουσών γωνιών λήψης για να ειδωθεί «σωστά» και «ακριβοδίκαια» αυτή η νομαδική, φευγαλέα πραγματικότητα κι ένας αρκετά κατασταλαγμένος πειραματισμός, που γίνεται φανερός στο μοντάζ, όπως επίσης και στη γενικότερη σύνταξη της ταινίας, αλλά και στην κατασκευή των πλάνων, δίνουν στην ταινία μια μορφική και δομική, στη συντομη διάρκειά της, ιδιοτυπία, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα που προσεγγίζει.
Από τις ταινίες του διαγωνιστικού σπουδαστικού τμήματος ξεχωρίσαμε δύο από τις έξη μονάχα ταινίες που προκρίθηκαν. Φαίνεται ότι η έλλειψη μιας σύγχρονης σοβαρής κρατικής κινηματογραφικής σχολής και το στάσιμο επίπεδο των διαφόρων ιδιωτικών σχολών, που χρειάζονται τουλάχιστον να ανανεωθούν, επηρεάζουν όλο και πιο αρνητικά τη δημιουργία σπουδαστικών ταινιών. Η ταινία Τι κοιτάς; της Μελπομένης Τσαρουχά διαθέτει τον ευτράπελο και σύγχρονα κωμικό χαρακτήρα και τόνο στους ρυθμούς και στην κατασκευή της, που ταιριάζει για να παρωδήσει τις εμμονές, τις φαντασιώσεις και τις μανίες της παράλογης και σπασμωδικής καθημερινής ζωής ορισμένων νεοελλήνων. Η Ονειροπαγίδα του Χάρη Βαφειάδη διακρίνεται από μιαν ορισμένη πρωτοτυπία στο χειρισμό του θέματός της: στο αδιάκοπο, αλλά και οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα, τις διάφορες φαντασιώσεις, τις φαντασιακές προβολές και τις αυταπάτες που οδηγούν τον «ήρωα» να πέφτει αδιάκοπα στην παγίδα των ονειρών του, μέσα από τα οποία διαφεύγει ασταμάτητα από την πραγματικότητα. Μιαν ορισμένη ευαισθησία δείχνουν ότι έχουν ο Θοδωρής Μάτσκας (Καθρέφτης) και ο Siamak Etemadi (Vignette), που χρειάζεται, όμως, να «καλλιεργηθεί» βαθιά και να «γονιμοποιηθεί» με σπουδή και βαθύτερη γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας και σύνταξης.
Από το τμήμα «΄Ελληνες του κόσμου», που δεν έκρυβε εφέτος τις μεγάλες εκπλήξεις ορισμένων προηγούμενων ετών, όπως π.χ. του 1999, εντοπίσαμε τις ακόλουθες ταινίες:
Την Julie του Χρήστου Χατζηαντωνίου, που διηγείται, με κάποια ειρωνεία, αλλά και συμπάθεια προς τους ήρωες – και κυρίως προς την ηρωίδα – την την ιστορία ενος σύγχρονου ζευγαριού με οικονομικά προβλήματα, που για να τα λύσει η ηρωίδα οδηγείται στο χάσιμο της αυτοεκτίμησής της και σ’ ένα είδος βαθμιαίας αλλοτρίωσης, από την οποία μόλις καταφέρνει ίσως να ξεφύγει, την τελευταία στιγμή. Το ενδιαφέρον σενάριο της ταινίας αποδίδεται δημιουργικά και πλουτίζεται απο μια γεμάτη επινοήσεις και σημαίνουσες παύσεις και κενά σκηνοθεσία.
Το εστιατόριο του Νίκου που σκηνοθέτησε η Ευτέρπη Χαραλαμπίδη, που φαίνεται ότι διαθέτει κι αυτή κάποιες ανάλογες αφηγηματικές και κατασκευαστικές ικανότητες. Αφηγείται, με παραδοσιακό, στρωτό τρόπο, με συγκρατημένη συγκίνηση και τρυφερότητα, τη σχετική παρακμή ενός ελληνικού εστιατόριου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τις σχέσεις του έλληνα αφεντικού με την ισπανόφωνη μαγείρισσα και το σερβιτόρο, το οδυνηρό ξεπέρασμα μιας ερωτικής του αυταπάτης, την τελική του συμφιλίωση με το μοναδικό πιστό του πελάτη.
Και το φετεινό διαγωνιστικό τμήμα των ταινιών μυθοπλασίας διακρινόταν για τη μεγάλη ποικιλία των θεμάτων των ταινιών του, για τις εξαιρετικές κατασκευαστικές τους ιδιοτυπίες και για τη διαφορετικότητα της κινηματογραφικής γραφής τους. Ξεχωρίσαμε τέσσερις ταινίες με διαφορετικού τύπου αρχετυπικό χαρακτήρα, και τις παρουσιάζουμε με τη σειρά που τις είδαμε να προβάλλονται. Και οι τέσσερις έχουν γίνει από κινηματογραφιστές, που έχουν βραβευθεί ή ξεχωρίσει, σε προηγούμενες διοργανώσεις του Φεστιβάλ της Δράμας.
Με την τέταρτη ταινία του See No evil, ο ΄Αρης Μπαφαλούκας, όλοτελα κύριος των εκφραστικών του μέσων, με πολύ καλούς συνεργάτες, τον φωτογράφο Οδυσσέα Παυλόπουλο, την μοντέζ Μπονίτα Παπαστάθη, την μουσικό Μέλπω Μπονάτου, τον εξαιρετικό Κώστα Σφήκα και την εκπληκτική μικρούλα Δήμητρα Δουμένη πετυχαίνει να αφηγηθεί την αρχετυπικά απλή και σχεδόν χωρίς δράση ιστορία του: το θάνατο ενός παππού που βγάζει την εγγονούλα του βόλτα στο πάρκο, μια στιγμή που παίζει μαζί της, την αθωότητα της ματιάς της μικρής, που νομίζει, στην αρχή, ότι συνεχίζουν ντο παιχνίδι τους, την αθέλητη εξοικείωσή της με την ιδέα του θανάτου, όταν βλέπει ένα πεθαμένο πουλί, την ταραχή, την αναστάτωση και τα τρεχαλητά που της προκαλεί, το ξάπλωμά της μπροστά στον πεθαμένο της παππού και το κλείσιμο με τα χέρια των ματιών της, σαν να μην θέλει να αντικρύσει τον θάνατο ή, αντίθετα, να επιθυμεί να εξοικειωθεί μαζί του, μιμούμενη τη χαρακτηριστική «στάση» του. ΄Ολα αυτά ο ΄Αρης Μπαφαλούκας τα διηγείται με απλότητα και λιτότητα, κι αυτό τους προσδίδει μιαν ποιητική διάσταση, παρά τον κάπως απότομο, ιδιαίτερα στην αρχή, χαρακτήρα της κινηματογραφικής αφήγησης, που φαίνεται ότι απέκλεισε αρκετές ενδιάμεσες σκηνές.
Με Το φουστάνι, η Μόνικα Βαξεβάνη, που είχε ελκύσει την προσοχή μας, σε ένα προηγούμενο Φεστιβάλ της Δράμας, με το ντοκιμαντέρ της “About John and Andre”, πετυχαίνει, και εδώ, χρησιμοποιώντας και την πείρα της ντοκιμαντερίστριας, να ολοκληρώσει μια μοναδική ταινία, που αποτυπώνει την «αρχετυπική» κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα μιας προηγούμενης εποχής, με σπάνια ενάργεια και ακρίβεια. Πραγματικά και η παραμικρή λεπτομέρεια των διαφόρων πλάνων, που καταγράφουν την ασφυχτική και σπαρταριστή, αλλά και μίζερη και σπαραχτική ζωή μιας λαϊκής μικρής οικογένειας στη συνοικία της Δραπετσώνας, το 1957, δίνεται λιτά κι απογυμνωμένα από ψεύτικες εξιδανικεύσεις. Οι αντιφατικές σχέσεις μάνας-κόρης δίνονται με όλη την φαινομενική σκληρότητα της πρώτης, με όλη την εύθραυστη συνθετότητα και την πολυπλοκότητά τους, όπως επίσης και η πολυσημική ανταρσία της κόρης. Φωτογραφία (΄Ακης Ζορμπάς), μοντάζ (Γιώργος Τριανταφύλλου), ήχος (Δημήτρης Θεοχάρης), ηθοποιοί (κυρίως η πολύ καλή Μαρία Κεχαγιόγλου), μουσική (Δημήτρης Θεοχάρης) συντελούν σε μια θαυμαστή αναβίωση μιας ολόκληρης εποχής, χωρίς γλυκασμούς και μυθοποιήσεις.
Στην ταινία του Ο τελευταίος ταμπάκος, ο Λευτέρης Δανίκας, που έχει ασχοληθεί κι αυτός με το ντοκιμαντέρ, ξεφεύγει από τον πειρασμό της ηθογραφίας και αποδίδει με αρχετυπικό και σχεδόν ιεροτελεστικό τρόπο, τις αφηγηματικές κορυφώσεις της ιστορίας του: την παράδοξη απουσία του φίλου από το τραπέζι της παρέας των συμποσιαστών, που περνούν, πίνοντας και διηγούμενοι ξανά τις ιστορίες του φίλου τους, σ’ ένα είδος διονυσιακής έκστασης, ενώ ένας «τρελός του θεού» προφέρει αποσπάσματα από βιβλικές προτάσεις. Πηγαίνοντας στο σπίτι του φίλου τους ταμπάκου τον βρίσκουν πεθαμένο και τον ξενυχτάνε. Το χάραμα τους βρίσκει όλους αποκοιμισμένους δίπλα στον νεκρό. Την αυγή, σ’ ένα κοσμογονικό τοπίο νερών, ο τρελός συνεχίζει να απαγγέλνει τις βιβλικές φράσεις του. Οι ρυθμοί της αφήγησης και ο κυρίαρχος τόνος και το ύφος της ταινίας έχουν κάτι από τον λεγόμενο μαγικό ρεαλισμό.
Με το Νανούρισμα, ο Βαγγέλης Καλαμπάκας, που είχε βραβευθεί, παλιότερα, στο Φεστιβάλ της Δράμας για την εξαιρετική ταινία του Μικρα πρελούδια, συνεχίζει τη γόνιμη αναζήτησή του, εξερευνώντας σε βάθος, με ιδιότυπο κινηματογραφικό τρόπο, τον αρχετυπικό, σχεδόν «μπεκετικό» κόσμο μιας μόνης, μεσήλικης γυναίκας που κάποιον περιμένει και ταυτόχρονα την φοβίζει η «μελλοντική» αφιξή του, νανουρίζοντας ένα υπαρκτό (ή υποθετικό;) μωρό, ενώ τα είδωλα και οι ήχοι του μαυρόασπρου, εξωτερικού, επικίνδυνου κόσμου όλο και εισβάλλουν από τον καθρέφτη και την αναστατώνουν (ένας άντρας που παίζει με περιπάθεια βιολί, άντρες που μεταφέρουν διάφορα πακέτα, πολλά παιδιά που μαζεύονται όλα μαζί, δίπλα σ’ένα μαραμένο κορμό δέντρου). ΄Ετσι, το αρχικό νανούρισμα-τραγούδι της μετατρέπεται σε μουρμουρητό, ψελλισμα, συλλάβισμα, παραμιλητό. Η ταινία τελείωνει με το πραγματικό κλάμα ενός μωρού. Η φωτογραφία της Κατερίνας Μαραγκουδάκη είναι κι εδώ, όπως και στα Μικρά πρελουδια, εξαιρετική, η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη «ρυθμίζει» τις εντάσεις, τα ξεσπάσματα και τις παύσεις, αποδιδοντάς τους την ιδιότυπη ποίηση τους, ο ήχος του Μαρίνου Αθανασόπουλου είναι πολύ καλός και η ερμηνεία της μεγάλης ηθοποιού Αντιγόνης Βαλάκου διαθέτει μιαν τραγική λιτότητα και ταπεινοσύνη.
Δίπλα σ’αυτές τις ταινίες, μερικές φορές ισαξιές τους, ξεχωρίσαμε επίσης τις ακόλουθες ταινίες: Οι άντρες δεν κλαίνε του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, που χαρακτηρίζεται, από μιαν ευρύτερη καλλιτεχνική αγωνία και αναζήτηση, που δίνει με τον γρήγορο ρυθμό και τις εναλλαγές του πολύ καλού μοντάζ του Ηλία Δημητρίου, της εκφραστικής στις διαβαθμίσεις και τις κινήσεις της φωτογραφίας του Κυριάκου Βλοντάκη και τη «νευρική» μουσική του Αντώνη Λιβιεράτου, μιαν ιδιαίτερη πυρετική ένταση στην ταινία, και την κάνει να ξεχωρίζει χάρη στη σκηνοθετική της ακρίβεια και την κατασκευαστική της αυστηρότητα. Ο Γκόγκος του Παναγιώτη Φαφούτη, πρωτότυπη, ειρωνική κωμωδία, που περιγράφει τα παράλογα και τις εμμονές της κλειστής ζωής της επαρχίας, που μια άλλη «ποιητική» εμμονή του στολισμού και του ντυσίματος των πάντων με χρωματιστά τραπεζομάντηλα, οδηγεί, τελικά, σ’ ένα είδος απελευθέρωσης την ηρωΐδα-εστιάτορα στη μέση του πουθενά. Συνεπής με το θέμα είναι ο λιτός σκηνοθετικός χειρισμός και η πολύ καλή ερμηνεία της Μαρίας Σκουλά. Είσοδος ελεύθερη της Στρατούλας Θεοδωράτου, που είχε βραβευθεί πέρσι για το Θολό ποτάμι. Εδώ, με νεύρο και πυρετό καταγράφει την καφκικού τύπου αγωνία διαφόρων παράξενων τουριστών, που ψάχνουν να βρουν μια ελεύθερη είσοδο σ’ ένα ιδιαίτερο κομμάτι ενός δρόμου, που τους φυλακίζει και δεν τους αφήνει να φύγουν, μετατρέποντάς τους σε ζητιάνους. Ο εξπρεσιονισμός των πλάνων και της γενικότερης κατασκευής της ταινίας συντηρεί ένα είδος υπόγειας ανησυχίας κι αναταραχής, που δίνει το ρυθμό της στην ταινία. Hots dogs του Δημήτρη Παντελιά, που με σκηνοθετική δύναμη και επινοητικότητα καταγράφει την αγριότητα, την ωμότητα και τον κυνισμό μηχανοποιημένων ανθρώπων και των σχέσεών τους, μέσα στο χάος της κυκλοφορίας, σε μια παγκοσμιοποιημένη πόλη, με το απόμακρο κλάμα του άγριου σκοτωμένου σκύλου, τις συγκρούσεις, τα ατυχήματα, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, τους εύκολους χωρισμούς και τα ξανασμιξίματα. Πολύ καλές ερμηνείες από τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και την ΄Αννα Μάσχα.
Ξεχωρίσαμε ακόμη για ορισμένες κινηματογραφικές αρετές τους, δίπλα στο πετυχημένο, εικαστικό κινούμενο σχέδιο ΄Οτι είναι ένα ταξίδι του Σπύρου Πολυμέρη, τις ταινίες: Σκληρή μηχανή του Βασίλη Γιάτση, Algorythm του Θεόφιλου Παπαστυλιανού, Το κόστος του παιχνιδιού του Μίλτου Πηλαλητού, Είναι γρουσουζιά να δεις τη νύφη πριν το γάμο του Γιάννη Γαϊτανίδη, Σκοτεινά διαστήματα του Κωστή Μεγαπάνου, Ο άντρας της διπλανής πόρτας του Αλέξανδρου Λούκου, Με τα φώτα νυσταγμένα της Κωνσταντίνας Βούλγαρη.