"Αντί" τεύχος 587 "Σχετικά με τις ταινίες"
18ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ 1ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΔΡΑΜΑΣ
του Δημήτρη Χαρίτου
Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Το ενδιαφέρον το κέρδισαν οι ελληνικές ταινίες. Τις ξένες, όσες το αξίζουν, τις θαυμάζεις και αμέσως μετά στρέφεις με στοργή -ή οργή-το βλέμμα σου στο δικό σου καρακαξάκι. Και πώς να μεμψιμοιρήσεις όταν βλέπεις ότι από χρόνο σε χρόνο, καθώς μάλιστα ενισχύονται με τη δουλειά των Ελλήνων σπουδαστών σχολών του εξωτερικού, οι δικές μας μικρομηκάδικες ανεβάζουν την ποιότητα τους; Παραμένει, βέβαια, το χάσμα στο σπουδαστικό, εικόνα πιστή των εξοργιστικών συνθηκών κινηματογραφικής παιδείας που παρέχουν οι κατ' ευφημισμό ελληνικές κινηματογραφικές σχολές σε σύγκριση με τις ξένες. Ανοιχτό πρόβλημα αυτό και αμετάθετη -από χρόνια- η ευθύνη της Πολιτείας. Παραμένει πάντοτε η παρηγοριά από τον αιφνιδιασμό που πραγματοποιούν κάθε χρόνο κάποια απροσδόκητα ταλέντα που σε κάνουν να ξεχνάς ανεπάρκειες σχολών, εγχώριες μιζέριες και όλες εκείνες τις χρονίζουσες παιδικές ασθένειες της κοινωνίας μας. Η Δράμα, δηλαδή το Φεστιβάλ της, είναι ένας καταυγαστικός προβολέας που απογυμνώνει από προσχήματα, ψιμύθια και ψευδοτεχνουργήματα. Η βροχή από συγκρίσεις είναι ανελέητη, έτσι το κιμπάρικο πράγμα δείχνει αμέσως. Και για να περάσουμε στο σώμα των ονείρων:
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Δικαιολογημένη η στροφή των φώτων του Φεστιβάλ πάνω στον Κων. Γιάνναρη και την ταινία του Μια θέση στον ήλιο. Σε απόσταση από τις υπόλοιπες ελληνικές αλλά και από αρκετές ξένες. Δραματούργημα με σταθερή ανέλιξη, παραλλαγές θεματικής ωρίμανσης, έντεχνη κορύφωση και Σεναριακή κατάληξη. Ο κόσμος της ερωτικής ιδιαιτερότητας σε μια κατ' εξαίρεση εκδοχή του, όπου ο διακριτικός ερωτισμός υποχωρεί βαθμιαία, προκειμένου να προβληθούν η διαύγεια των ανθρώπινων αισθημάτων και η υπεροχή της αντρικής φιλίας. Ευφυής σκηνοθεσία και καθηλωτική η υποκριτική απόδοση του Στ. Ζαλμά. Αυτό τον ηθοποιό τον αγαπάει ο κινηματογραφικός φακός.
Συνεχίζει με ποιοτική επιτάχυνση την πορεία του ο Αχιλλέας Κυριακίδης, σαν άλλος Γκιούλιβερ στη «χώρα των Μικρομηκάδων».
Τρίτη φορά στη Δράμα και τρίτη -πάντοτε δίκαιη- βράβευση για την καλύτερη μέχρι σήμερα δουλειά του. Μια τέλεια κινηματογραφική φόρμα 18 μόλις λεπτών περιέκλεισε την άλλη μεγάλη φόρμα του μελοδράματος, προκειμένου να αφηγηθεί τη γλυκόπικρη ιστορία μιας ώριμης και όμορφης γυναίκας και τη «στεγανοποίηση» της προσωπικής της ζωής από την in vivo πραγματικότητα. Το σενάριο υλοποιείται απολαυστικά χάρη στην ολόφρεσκη κινηματογράφηση και τον άψογο ρυθμό.
Η Γέφυρα του Δημ. Κουτσιαμπασάκου στέκεται μέσα στις καλύτερες δουλειές του φετινού φεστιβάλ, άξια για κάθε διάκριση. Η απόγνωση του έφηβου για τον αδιέξοδο ερωτά του προς την όμορφη ταχυδακτυλουργό της τηλεόρασης πέρασε στην οθόνη θαυμάσιες αφηγηματικές σελίδες χιούμορ και τρυφερότητας. Λάθος μοιραίο του δημιουργού η ελληνική μεταγλώττιση -προφανώς για χάρη του νόμου περί ελληνικότητας- που στέρησε απ' την ταινία τη μαγεία του ήχου της μητρικής γλώσσας.
Ο Κώστας Μαχαίρας στις Μικρές ιστορίες φιλοδόξησε για περισσότερα απ' όσα η ταινία του έδειξε. Το σενάριο ήταν ήδη εκτεθειμένο στη σύγκριση με τα δυο πρόσφατα προηγούμενα του ίδιου θέματος. Δύσκαμπτος ο μικρός Αλβανός και εκνευριστικός ο Κώνστας. Σημαντική η φωτογραφία του Δ. Μπακάλμπαση. Αλλά και η Τριάδα του Θύμιου Χατζή στάθηκε μια δυσάρεστη απογοήτευση, γιατί πίσω από την εκπληκτική εικονοποίηση, αληθινά υψηλής αισθητικής θέαμα, κατοικούσε ο κενός λόγος. Αμήχανη προσπάθεια δραματοποίησης προς το πουθενά. Η ποιητική ένταση του θεατή εξαντλιόταν μόνο στην όραση. Επίσης, και ο Πέτρος Ζούλιας, ενώ έστησε ένα αξιόλογο αισθητικό περιβάλλον στην ταινία του Παραμονή Πρωτοχρονιάς μέσα στο οποίο συντελείται το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, δεν κατόρθωσε να κάνει διακριτό τον ρεαλιστικό από τον υπερβατικό χώρο κινηματογραφικά. Κουρασμένη (θεατρική, πιο σωστά) η ερμηνεία των δύο διακεκριμένων ηθοποιών του.
Η έκπληξη, ωστόσο, ήρθε από την πρώτη κιόλας ταινία της Ελ. Χρονοπούλου. θέμα και χειρισμός αξιοπρόσεκτα ταυτισμένα. Ρυθμός καλοκουρδισμένος, νεύρο στην καθοδήγηση των ηθοποιών. Ακόμα και οι ευδιάκριτες τηλεοπτικές επιδράσεις ήταν καλά εμφυτευμένες στο τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Αλ. Παυλίδου και Μ. Καβουκίδου, ένα ερμηνευτικό δίδυμο να το θυμάται κανείς.
Στην ίδια αντίληψη με το Καπέλο του πατέρα μου, και το Επιστρέφω αμέσως του Φ. Τσίτου. Κομεντί με υποδόρια, εντούτοις, στυφή γεύση, ευλύγιστη χρήση του σεναριακού υλικού, φρέσκος διάλογος και αξιοσημείωτη η παρουσία της Δ. Κούρτη. Πιστεύουμε ότι ένα καινούργιο μοντάζ που θα περιόριζε τη διάρκεια στα, π.χ., 25 λεπτά θα χάριζε ακόμα περισσότερο στην ταινία.
Τόσο τα Κύματα του Γιώργου Ζαρκάδα όσο και ο Βιασμός της Χλόης έχουν κάτι το κοινό μεταξύ τους. Πρόκειται για δοκίμια κινηματογραφικής αισθητικής όπου τον κυρίαρχο ρόλο τον διαδραματίζει η δεξιοτεχνία της κινηματογραφικής μηχανής, αφού άμεσα η Χλόη και έμμεσα η πριγκίπισσα Παλίρροια εκφράζονται χορευτικά. Ασφαλώς, έχει και αυτό το είδος του σινεμά τα δικαιώματα του.
Στο Ταγκό με πανσέληνο ο Ν. Φαρούπος δεν κατάφερε να απογειώσει τη δουλειά του, την οποία εντούτοις κράτησε σε ευπρεπή πλαίσια. Είναι πολύ δύσκολο το κινηματογραφικό πέρασμα ανάμεσα στη φαντασίωση και τον ρεαλισμό. Το Ολέ του ταλαντούχου Ντένη Ηλιάδη προδόθηκε στην προβολή από την κακιά κόπια, όμως αυτό δεν εμπόδισε να διακρίνει κανείς το σαρκαστικό παιχνίδι ηθών και καταστάσεων σε ένα τυπικό, σύγχρονο αγγλικό περιβάλλον.
ΟΙ... ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΕΣ
Είναι παρήγορο ότι από αυτό τον κινηματογραφικό πολτό μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε ταινίες. Αν μάλιστα είχε καταργηθεί αυτό το τμήμα, ως απαράδεκτο για ένα (και μάλιστα διεθνές) φεστιβάλ, κάποιες από αυτές τις ταινίες θα μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στο Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα.
Το Ξενοδοχείο των αναμνήσεων της Γαβρ. Δανάλη διέθετε επαγγελματική αρτιότητα και αξιοσημείωτη συνέπεια σκηνοθετικής γραμμής στη μεταφορά διηγήματος του Παναϊτ Ιστράτι και την απόδοση της εποχής. Στην αντίθετη πλευρά κινηματογραφικής αντίληψης, η Ηλ. Καραπαναγιωτίδου με τις μόλις πεντάλεπτης διάρκειας Πρώτες εικόνες της με τις οποίες παντρεύει εύστοχα εικόνες από την 100χρονη Άφιξη τον τρένου των Αφών Λυμιέρ με μια αντίστοιχη σύγχρονη εκδοχή και μοντέρνου κινηματογραφικό timing.
Αλλά και οι δυο επόμενες ταινίες που, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, πιστεύουμε ότι ήταν και οι καλύτερες αυτού του τμήματος, πάλι σε γυναίκες ανήκουν. Με εξαίρεση τα δυο πρώτα βραβεία, όλο το "υπόλοιπο φεστιβάλ ήταν ένας γυναικείος θρίαμβος από κάθε άποψη. Λες και ήταν Πανελλαδικές Εξετάσεις... Η πρώτη, λοιπόν, ήταν η Μοντέρνα ελληνική τραγωδία της Έλλης Βεντούρα, με αυθεντικά αντεργκράουντ στοιχεία και παρυφές πρώιμου Σκορτσέζε, η δε δεύτερη, με ρομερικής γραφής διάθεση, έστησε ένα ολόφρεσκο ηθολόγημα χαρακτήρων και καταστάσεων και τον ανάλογο για το είδος διάλογο και σωστά ελληνικά.
Κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων ταινιών που προαναφέρθηκαν είναι ότι προέρχονται από σπουδαστές σχολών του εξωτερικού. Από το... ντόπιο υλικό αξίζει να αναφερθούν για επιμέρους στοιχεία το Ραντεβουδάκι, ε; του Στ. Κτόρη και το Μεταξύ δύο πόλεων της Νάνου Μπινιαδάκη.
ΤΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΑΙΡ
Αναρωτιέται κανείς αν φέτος είχαμε να κάνουμε με μια, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, μυωπική Προκριματική Επιτροπή, διαφορετικά μένει ανεξήγητο σημαντικό μέρος των αποτελεσμάτων της, αφού ταινίες καθ' αυτές αξιόλογες η τύχη τους θα μπορούσε να είναι στο Διαγωνιστικό, που αποτελεί και έναν πρώτο βαθμό διάκρισης. Σε αντιπαράθεση μάλιστα με κάποιες αμφιλεγόμενες που διαγωνίστηκαν, θέση με αυτές έπρεπε να έχουν το Μια φορά ίσον καμιά του Γ. Ζέρβα, το ντοκυμανταίρ της Πανδ. Μουρίκη Μιχάλης Αρφαράς: Το ταξίδι και το Ανεπιστρεπτί της Απ. Παπαϊωάννου.
Εκεί όμως που η πρόκριση γύρισε την πλάτη της στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία της Κατερίνας Πατρώνη Ως την όχθη. Μια υποδειγματική όσο κι ενδιαφέρουσα κατάδειξη σύγχρονης ελληνικής επαρχίας, χώρων, ανθρώπων και καταστάσεων, πράγματα δηλαδή για τα οποία ενδιαφέρεται απόλυτα ο ελληνικός κινηματογράφος. Ελέγχεται, βέβαια, η φανερή αδυναμία ελέγχου του σεναριακού πλατιασμού και η αδυναμία δραματουργικής κορύφωσης. Το ίδιο αδικαιολόγητη στάθηκε η πρόκριση και στη βαθύτατα δραματική μαρτυρία του Χρ. Δήμα-Παπαγεωργίου Ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Και μόνο για το συνταρακτικό μονοπλάνο της Έρ. Μαλικένζου η ταινία αξίζει να μείνει στη φιλμογραφία των μικρού μήκους ταινιών.
Τέλος, αυτή η ατέλειωτη καταδίωξη που υφίσταται το ντοκυμαντέρ, συνεχίστηκε και φέτος. Η σκιαμαχία γύρω από τις διαφορές ανάμεσα σε τηλεοπτικό και δημιουργικό ντοκιμαντέρ και η ασάφεια των κριτηρίων συχνά καταδικάζει τη δουλειά άξιων δημιουργών που ασχολούνται με το είδος. Μπορεί να σταθεί κανείς π.χ. στις καλές στιγμές που διαθέτει το Τζων και Αντρέ της Μ. Βαξεβάνη, όμως το ολοκληρωμένο δείγμα «σπρώχτηκε» στο πληροφοριακό, μιλάμε δηλαδή, για το Athene της Εύας Στεφανή. Ειλικρινές και ταυτόχρονα τολμηρό κομμάτι Cinema Direct. Φακός νυστέρι που σκαλίζει σε τραπέζι νεκροτομείου ξεχασμένο ανθρώπινο λούμπεν, που εντούτοις ζει κάτω από τη μύτη μας.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Ακόμα δεν έχει γίνει αντιληπτό τι είδους διαγωνιστικός ήταν αυτός ο αχταρμάς 75 ξένων ταινιών, όπου ταινίες μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και ταινίες κινουμένων σχεδίων -με ποια κοινά κριτήρια;-«πάλευαν» για το ίδιο βραβείο. Είναι και αυτός ένας λόγος πρόσθετος να μην επιχειρηθούν εδώ αξιολογικές εκτιμήσεις. Έτσι κι αλλιώς, όπως εισήλθαν έτσι και εξήλθαν, άρα και τα παραπανίσια λόγια, χαμένα θα πάνε.
Ασφαλώς στον αριθμό -τον οπωσδήποτε μεγάλο- υπήρξε και μέτριο μέχρις ασήμαντο υλικό. Υπήρξανε όμως και κάποιες ταινίες με έμπνευση υψηλή, άρτια κατασκευή κι απ' αυτές κάποιες που άγγιζαν τα όρια του μικρού αριστουργήματος.
Είναι αληθινά κρίμα να μην υπάρχει ένας οικονομικά εύρωστος φορέας να αποταμιεύει ένα τέτοιο υλικό πολλαπλά χρήσιμο και με πολλούς αποδέκτες.
του Δημήτρη Χαρίτου
Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Το ενδιαφέρον το κέρδισαν οι ελληνικές ταινίες. Τις ξένες, όσες το αξίζουν, τις θαυμάζεις και αμέσως μετά στρέφεις με στοργή -ή οργή-το βλέμμα σου στο δικό σου καρακαξάκι. Και πώς να μεμψιμοιρήσεις όταν βλέπεις ότι από χρόνο σε χρόνο, καθώς μάλιστα ενισχύονται με τη δουλειά των Ελλήνων σπουδαστών σχολών του εξωτερικού, οι δικές μας μικρομηκάδικες ανεβάζουν την ποιότητα τους; Παραμένει, βέβαια, το χάσμα στο σπουδαστικό, εικόνα πιστή των εξοργιστικών συνθηκών κινηματογραφικής παιδείας που παρέχουν οι κατ' ευφημισμό ελληνικές κινηματογραφικές σχολές σε σύγκριση με τις ξένες. Ανοιχτό πρόβλημα αυτό και αμετάθετη -από χρόνια- η ευθύνη της Πολιτείας. Παραμένει πάντοτε η παρηγοριά από τον αιφνιδιασμό που πραγματοποιούν κάθε χρόνο κάποια απροσδόκητα ταλέντα που σε κάνουν να ξεχνάς ανεπάρκειες σχολών, εγχώριες μιζέριες και όλες εκείνες τις χρονίζουσες παιδικές ασθένειες της κοινωνίας μας. Η Δράμα, δηλαδή το Φεστιβάλ της, είναι ένας καταυγαστικός προβολέας που απογυμνώνει από προσχήματα, ψιμύθια και ψευδοτεχνουργήματα. Η βροχή από συγκρίσεις είναι ανελέητη, έτσι το κιμπάρικο πράγμα δείχνει αμέσως. Και για να περάσουμε στο σώμα των ονείρων:
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Δικαιολογημένη η στροφή των φώτων του Φεστιβάλ πάνω στον Κων. Γιάνναρη και την ταινία του Μια θέση στον ήλιο. Σε απόσταση από τις υπόλοιπες ελληνικές αλλά και από αρκετές ξένες. Δραματούργημα με σταθερή ανέλιξη, παραλλαγές θεματικής ωρίμανσης, έντεχνη κορύφωση και Σεναριακή κατάληξη. Ο κόσμος της ερωτικής ιδιαιτερότητας σε μια κατ' εξαίρεση εκδοχή του, όπου ο διακριτικός ερωτισμός υποχωρεί βαθμιαία, προκειμένου να προβληθούν η διαύγεια των ανθρώπινων αισθημάτων και η υπεροχή της αντρικής φιλίας. Ευφυής σκηνοθεσία και καθηλωτική η υποκριτική απόδοση του Στ. Ζαλμά. Αυτό τον ηθοποιό τον αγαπάει ο κινηματογραφικός φακός.
Συνεχίζει με ποιοτική επιτάχυνση την πορεία του ο Αχιλλέας Κυριακίδης, σαν άλλος Γκιούλιβερ στη «χώρα των Μικρομηκάδων».
Τρίτη φορά στη Δράμα και τρίτη -πάντοτε δίκαιη- βράβευση για την καλύτερη μέχρι σήμερα δουλειά του. Μια τέλεια κινηματογραφική φόρμα 18 μόλις λεπτών περιέκλεισε την άλλη μεγάλη φόρμα του μελοδράματος, προκειμένου να αφηγηθεί τη γλυκόπικρη ιστορία μιας ώριμης και όμορφης γυναίκας και τη «στεγανοποίηση» της προσωπικής της ζωής από την in vivo πραγματικότητα. Το σενάριο υλοποιείται απολαυστικά χάρη στην ολόφρεσκη κινηματογράφηση και τον άψογο ρυθμό.
Η Γέφυρα του Δημ. Κουτσιαμπασάκου στέκεται μέσα στις καλύτερες δουλειές του φετινού φεστιβάλ, άξια για κάθε διάκριση. Η απόγνωση του έφηβου για τον αδιέξοδο ερωτά του προς την όμορφη ταχυδακτυλουργό της τηλεόρασης πέρασε στην οθόνη θαυμάσιες αφηγηματικές σελίδες χιούμορ και τρυφερότητας. Λάθος μοιραίο του δημιουργού η ελληνική μεταγλώττιση -προφανώς για χάρη του νόμου περί ελληνικότητας- που στέρησε απ' την ταινία τη μαγεία του ήχου της μητρικής γλώσσας.
Ο Κώστας Μαχαίρας στις Μικρές ιστορίες φιλοδόξησε για περισσότερα απ' όσα η ταινία του έδειξε. Το σενάριο ήταν ήδη εκτεθειμένο στη σύγκριση με τα δυο πρόσφατα προηγούμενα του ίδιου θέματος. Δύσκαμπτος ο μικρός Αλβανός και εκνευριστικός ο Κώνστας. Σημαντική η φωτογραφία του Δ. Μπακάλμπαση. Αλλά και η Τριάδα του Θύμιου Χατζή στάθηκε μια δυσάρεστη απογοήτευση, γιατί πίσω από την εκπληκτική εικονοποίηση, αληθινά υψηλής αισθητικής θέαμα, κατοικούσε ο κενός λόγος. Αμήχανη προσπάθεια δραματοποίησης προς το πουθενά. Η ποιητική ένταση του θεατή εξαντλιόταν μόνο στην όραση. Επίσης, και ο Πέτρος Ζούλιας, ενώ έστησε ένα αξιόλογο αισθητικό περιβάλλον στην ταινία του Παραμονή Πρωτοχρονιάς μέσα στο οποίο συντελείται το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, δεν κατόρθωσε να κάνει διακριτό τον ρεαλιστικό από τον υπερβατικό χώρο κινηματογραφικά. Κουρασμένη (θεατρική, πιο σωστά) η ερμηνεία των δύο διακεκριμένων ηθοποιών του.
Η έκπληξη, ωστόσο, ήρθε από την πρώτη κιόλας ταινία της Ελ. Χρονοπούλου. θέμα και χειρισμός αξιοπρόσεκτα ταυτισμένα. Ρυθμός καλοκουρδισμένος, νεύρο στην καθοδήγηση των ηθοποιών. Ακόμα και οι ευδιάκριτες τηλεοπτικές επιδράσεις ήταν καλά εμφυτευμένες στο τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Αλ. Παυλίδου και Μ. Καβουκίδου, ένα ερμηνευτικό δίδυμο να το θυμάται κανείς.
Στην ίδια αντίληψη με το Καπέλο του πατέρα μου, και το Επιστρέφω αμέσως του Φ. Τσίτου. Κομεντί με υποδόρια, εντούτοις, στυφή γεύση, ευλύγιστη χρήση του σεναριακού υλικού, φρέσκος διάλογος και αξιοσημείωτη η παρουσία της Δ. Κούρτη. Πιστεύουμε ότι ένα καινούργιο μοντάζ που θα περιόριζε τη διάρκεια στα, π.χ., 25 λεπτά θα χάριζε ακόμα περισσότερο στην ταινία.
Τόσο τα Κύματα του Γιώργου Ζαρκάδα όσο και ο Βιασμός της Χλόης έχουν κάτι το κοινό μεταξύ τους. Πρόκειται για δοκίμια κινηματογραφικής αισθητικής όπου τον κυρίαρχο ρόλο τον διαδραματίζει η δεξιοτεχνία της κινηματογραφικής μηχανής, αφού άμεσα η Χλόη και έμμεσα η πριγκίπισσα Παλίρροια εκφράζονται χορευτικά. Ασφαλώς, έχει και αυτό το είδος του σινεμά τα δικαιώματα του.
Στο Ταγκό με πανσέληνο ο Ν. Φαρούπος δεν κατάφερε να απογειώσει τη δουλειά του, την οποία εντούτοις κράτησε σε ευπρεπή πλαίσια. Είναι πολύ δύσκολο το κινηματογραφικό πέρασμα ανάμεσα στη φαντασίωση και τον ρεαλισμό. Το Ολέ του ταλαντούχου Ντένη Ηλιάδη προδόθηκε στην προβολή από την κακιά κόπια, όμως αυτό δεν εμπόδισε να διακρίνει κανείς το σαρκαστικό παιχνίδι ηθών και καταστάσεων σε ένα τυπικό, σύγχρονο αγγλικό περιβάλλον.
ΟΙ... ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΕΣ
Είναι παρήγορο ότι από αυτό τον κινηματογραφικό πολτό μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε ταινίες. Αν μάλιστα είχε καταργηθεί αυτό το τμήμα, ως απαράδεκτο για ένα (και μάλιστα διεθνές) φεστιβάλ, κάποιες από αυτές τις ταινίες θα μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στο Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα.
Το Ξενοδοχείο των αναμνήσεων της Γαβρ. Δανάλη διέθετε επαγγελματική αρτιότητα και αξιοσημείωτη συνέπεια σκηνοθετικής γραμμής στη μεταφορά διηγήματος του Παναϊτ Ιστράτι και την απόδοση της εποχής. Στην αντίθετη πλευρά κινηματογραφικής αντίληψης, η Ηλ. Καραπαναγιωτίδου με τις μόλις πεντάλεπτης διάρκειας Πρώτες εικόνες της με τις οποίες παντρεύει εύστοχα εικόνες από την 100χρονη Άφιξη τον τρένου των Αφών Λυμιέρ με μια αντίστοιχη σύγχρονη εκδοχή και μοντέρνου κινηματογραφικό timing.
Αλλά και οι δυο επόμενες ταινίες που, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, πιστεύουμε ότι ήταν και οι καλύτερες αυτού του τμήματος, πάλι σε γυναίκες ανήκουν. Με εξαίρεση τα δυο πρώτα βραβεία, όλο το "υπόλοιπο φεστιβάλ ήταν ένας γυναικείος θρίαμβος από κάθε άποψη. Λες και ήταν Πανελλαδικές Εξετάσεις... Η πρώτη, λοιπόν, ήταν η Μοντέρνα ελληνική τραγωδία της Έλλης Βεντούρα, με αυθεντικά αντεργκράουντ στοιχεία και παρυφές πρώιμου Σκορτσέζε, η δε δεύτερη, με ρομερικής γραφής διάθεση, έστησε ένα ολόφρεσκο ηθολόγημα χαρακτήρων και καταστάσεων και τον ανάλογο για το είδος διάλογο και σωστά ελληνικά.
Κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων ταινιών που προαναφέρθηκαν είναι ότι προέρχονται από σπουδαστές σχολών του εξωτερικού. Από το... ντόπιο υλικό αξίζει να αναφερθούν για επιμέρους στοιχεία το Ραντεβουδάκι, ε; του Στ. Κτόρη και το Μεταξύ δύο πόλεων της Νάνου Μπινιαδάκη.
ΤΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΑΙΡ
Αναρωτιέται κανείς αν φέτος είχαμε να κάνουμε με μια, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, μυωπική Προκριματική Επιτροπή, διαφορετικά μένει ανεξήγητο σημαντικό μέρος των αποτελεσμάτων της, αφού ταινίες καθ' αυτές αξιόλογες η τύχη τους θα μπορούσε να είναι στο Διαγωνιστικό, που αποτελεί και έναν πρώτο βαθμό διάκρισης. Σε αντιπαράθεση μάλιστα με κάποιες αμφιλεγόμενες που διαγωνίστηκαν, θέση με αυτές έπρεπε να έχουν το Μια φορά ίσον καμιά του Γ. Ζέρβα, το ντοκυμανταίρ της Πανδ. Μουρίκη Μιχάλης Αρφαράς: Το ταξίδι και το Ανεπιστρεπτί της Απ. Παπαϊωάννου.
Εκεί όμως που η πρόκριση γύρισε την πλάτη της στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία της Κατερίνας Πατρώνη Ως την όχθη. Μια υποδειγματική όσο κι ενδιαφέρουσα κατάδειξη σύγχρονης ελληνικής επαρχίας, χώρων, ανθρώπων και καταστάσεων, πράγματα δηλαδή για τα οποία ενδιαφέρεται απόλυτα ο ελληνικός κινηματογράφος. Ελέγχεται, βέβαια, η φανερή αδυναμία ελέγχου του σεναριακού πλατιασμού και η αδυναμία δραματουργικής κορύφωσης. Το ίδιο αδικαιολόγητη στάθηκε η πρόκριση και στη βαθύτατα δραματική μαρτυρία του Χρ. Δήμα-Παπαγεωργίου Ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Και μόνο για το συνταρακτικό μονοπλάνο της Έρ. Μαλικένζου η ταινία αξίζει να μείνει στη φιλμογραφία των μικρού μήκους ταινιών.
Τέλος, αυτή η ατέλειωτη καταδίωξη που υφίσταται το ντοκυμαντέρ, συνεχίστηκε και φέτος. Η σκιαμαχία γύρω από τις διαφορές ανάμεσα σε τηλεοπτικό και δημιουργικό ντοκιμαντέρ και η ασάφεια των κριτηρίων συχνά καταδικάζει τη δουλειά άξιων δημιουργών που ασχολούνται με το είδος. Μπορεί να σταθεί κανείς π.χ. στις καλές στιγμές που διαθέτει το Τζων και Αντρέ της Μ. Βαξεβάνη, όμως το ολοκληρωμένο δείγμα «σπρώχτηκε» στο πληροφοριακό, μιλάμε δηλαδή, για το Athene της Εύας Στεφανή. Ειλικρινές και ταυτόχρονα τολμηρό κομμάτι Cinema Direct. Φακός νυστέρι που σκαλίζει σε τραπέζι νεκροτομείου ξεχασμένο ανθρώπινο λούμπεν, που εντούτοις ζει κάτω από τη μύτη μας.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Ακόμα δεν έχει γίνει αντιληπτό τι είδους διαγωνιστικός ήταν αυτός ο αχταρμάς 75 ξένων ταινιών, όπου ταινίες μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και ταινίες κινουμένων σχεδίων -με ποια κοινά κριτήρια;-«πάλευαν» για το ίδιο βραβείο. Είναι και αυτός ένας λόγος πρόσθετος να μην επιχειρηθούν εδώ αξιολογικές εκτιμήσεις. Έτσι κι αλλιώς, όπως εισήλθαν έτσι και εξήλθαν, άρα και τα παραπανίσια λόγια, χαμένα θα πάνε.
Ασφαλώς στον αριθμό -τον οπωσδήποτε μεγάλο- υπήρξε και μέτριο μέχρις ασήμαντο υλικό. Υπήρξανε όμως και κάποιες ταινίες με έμπνευση υψηλή, άρτια κατασκευή κι απ' αυτές κάποιες που άγγιζαν τα όρια του μικρού αριστουργήματος.
Είναι αληθινά κρίμα να μην υπάρχει ένας οικονομικά εύρωστος φορέας να αποταμιεύει ένα τέτοιο υλικό πολλαπλά χρήσιμο και με πολλούς αποδέκτες.