"Αντί" τεύχος 588 "Τρία σε... συσκευασία ενός"
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΡΑΜΑΣ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, 1995
Τρία σε... συσκευασία ενός (Σχετικά με την οργάνωση...)
του Δημήτρη Χαρίτου
Όλα ήταν σχεδόν τα ίδια όπως και πέρσι. Έχει όμως και αυτό τη χάρη του, αφού έτσι σου δίνεται η οπωσδήποτε χρήσιμη άνεση της οικειότητας. Οι ίδιοι άνθρωποι (αρμόδιοι και μη), οι ίδιοι χοίροι, οι ίδιες χωρητικότητες αλλά και η ίδια πάντοτε αφειδώλευτη προθυμία για εξυπηρέτηση από τους... Οργανωτικάριους (ο νεολογισμός ανήκει στους ίδιους). Μόνο τα νερά της Βαρβάρας, μπροστά στο Ύδραμα, έδειχναν φέτος περισσότερα. Το μεταμεσονύκτιο χαβαλετζίδικο των «Rooms» έκλεισε πλήρες ημερών, και τη θέση του στις ομόφωνες προτιμήσεις του φεστιβαλόκοσμου κατέλαβε ο νεόκοπος «Μύλος». Διαχεόμενη υποψία ήταν ότι για αρκετούς το κινηματογραφικό φεστιβάλ αποτελούσε πρόφαση μέχρι να αρχίσει το άλλο, το ολονύχτιο ξεφάντωμα όπου και εντοπιζόταν το κύριο ενδιαφέρον τους.
Κατά τα άλλα, η μόνη αλλαγή που έγινε στα χλομά και θλιβερά (ου μην αλλά και ιστορικά) «Αστέρια», την αίθουσα των προβολών, ήταν η προσθήκη τριών κλιματιστικών μηχανημάτων που κατέψυχαν την αίθουσα όταν αυτή είχε λίγους θεατές, ενώ σχετικά επαρκούσαν όταν το βράδυ γέμιζε ασφυκτικά. Γιατί αυτό κατακτήθηκε πλέον κάθε βράδυ, στις προβολές του ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος, η αίθουσα στέναζε από κόσμο. Και, βέβαια, όταν η αίθουσα μιας κινηματογραφικής διοργάνωσης φτάνει στο ασφυκτικό, τα επακόλουθα προβλήματα γίνονται κάτι περισσότερο από ορατά. Μόνο οι μηχανικές συνθήκες προβολής -χάρη στον ακούραστο Σταύρο Χασάπη- από χρόνο σε χρόνο βελτιώνονται σταθερά.
Μέχρι τώρα είχαμε τις υπερθετικές, αλλά οπωσδήποτε συγγνωστές, ρητορικές εξάρσεις των πανηγυρικοί του ευφραδέστατου δημάρχου της Δράμας, τους οποίους εκφωνεί στις τελετές της έναρξης και της λήξης. Τέλος πάντων, είναι και ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ... Κομμάτια να γίνει. Αλλά αυτό που συνέβη φέτος με τη συρροή και την παρέλαση από το βήμα, τη βραδιά της έναρξης πολιτικών και πολιτικίσκων σχεδόν από το σύνολο του κομματικού φάσματος και τον χωρίς εξαίρεση τενεκεδένιο (πολιτικό) λόγο τους -πηγή ατέλειωτων χασμουρητών- δεν είχε το προηγούμενο του. Καλά, οι ευλογημένοι, χαμπάρι δεν πήραν ότι το κοινό της αίθουσας ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία νεανικό και κατά συνέπεια απρόσβλητο στις κούφιες μεγαληγορίες τους;
Αυτή η άχρηστη εισαγωγή τέλειωσε και το Φεστιβάλ πέρασε στο δικό του ζητούμενο, όπου, βέβαια, ο αριθμός των δεξιώσεων δεν θα πρέπει, σώνει και καλά, να λογαριαστεί σαν μέτρο οργανωτικής στάθμης, όπως σαν τέτοιο δεν θα πρέπει να υπολογιστεί και ο αριθμός των ταινιών που προβλήθηκαν. Εδώ μάλιστα τα μεγέθη δεν είναι ευθέως ανάλογα, όσο δηλαδή πιο πολλές, τόσο πιο καλά. Είναι άλλα εκείνα τα σημεία με τα οποία κρίνεται -αθροιστικά- το αποτέλεσμα.
Όταν ακόμα τόσο πρόσφατα έτρεχες να εξασφαλίσεις λειτουργική (δηλαδή, θεσμική) ευρυθμία, ενώ εξακολουθεί να σε κυνηγάει ο εφιάλτης της ανεπαρκούς υποδομής, ποιον πρόκειται να εξυπηρετήσει (και για ποιο λόγο;) η κατεπειγόμενη σήμερα μετάβαση στη χίμαιρα της διεθνοποίησης και το αναπότρεπτο σύνδρομο του βαθμιαίου γιγαντισμού που θα την καραδοκεί; Στο όνομα ποιας δικαιολογίας να χειροκροτήσουμε τα εγκαίνια της διεθνοποίησης όταν την ίδια στιγμή η διαχείριση του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος, κυρίως αυτού, και κατ' ακολουθία του υπολοίπου ελληνικού τμήματος, στριμώχθηκε μέσα σε τόσα αδικαιολόγητα λάθη; Και είναι επίσης κάτι περισσότερο από λάθος, η προσπάθεια υπέρβασης των μεγεθών μιας καλλιτεχνικής εκδήλωσης να αποτελεί πρόσχημα για την ικανοποίηση αλλότριων φιλοδοξιών. Στις απαντήσεις μιας τέτοιας εκδοχής θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο θύματα, αλλά και οι θύτες...
θα υποστηριχθεί, λοιπόν, ότι κουβαλήσαμε στην ακριτική Δράμα «Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους...» και τις κινηματογραφικές τους πραμάτειες δίκην παγκόσμιας συλλογής γραμματοσήμου, προκειμένου να εμπλουτιστούν τα πολιτισμικά ερεθίσματα των Δραμινών; Αυτό κι αν ακούγεται αστείο. Εδώ κοντεύουν να φτάσουν τα 120 τα νεσφραπετζίδικα και τα ξενύχτι-clubs της πόλης τους, και είναι εκεί όπου συντελείται το πολιτιστικό λαδομπογιάτισμα της χρυσής νεολαίας. Κάτι που δύστυχους δεν αποτελεί προνόμιο μόνο της Δράμας.
Αυτό το Φεστιβάλ ρίζωσε και μέχρι σήμερα (όσο και όπως) προκόβει ως εκδήλωση -λειτουργική και γιορταστική – καταδίκη τους, των Ελλήνων κινηματογραφιστών, του καινούριου αίματος του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί αυτή ήταν -και τέτοια παραμένει- η πρόδηλη (και πολύτιμη στο σεληνιακό κινηματογραφικό μας τοπίο) ανάγκη, όπως άλλωστε το απέδειξαν τα θεαματικά ποιοτικά αποτελέσματα των (μικρού και μεγάλου μήκους) ταινιών της πενταετίας που διατρέχουμε. Άλλωστε, την ενημέρωση γύρω από την αντίστοιχη δουλειά του διεθνούς χώρου τους την πρόσφερε το Φεστιβάλ από παλιά, με ανάλογο και κατά κανόνα καλά επιλεγμένο πληροφοριακό τμήμα, χωρίς ετούτη την ασύνορη και δαπανηρή επίδειξη.
Σε τελευταία ανάλυση, αν είχε κριθεί απαραίτητη μια τέτοια συμπλήρωση της μέχρι σήμερα μορφής του Φεστιβάλ, ας είχε επιλεγεί η βαλκανική διάσταση. Είναι προφανές ότι θα εξυπηρετούσε χίλιες σκοπιμότητες εύλογα χρήσιμες και μάλιστα στο γεωγραφικό σημείο όπου βρίσκεται η Δράμα. Κοντά δέκα χώρες θα αποτελούν αύριο τη Βαλκανική Χερσόνησο και είναι εκεί που αξίζει (φίλε κ. ΥΠ.ΠΟ.) να πάρουμε αμέσως τέτοιες πρωτοβουλίες - πριν τις πάρουν άλλοι. Και ας αφήσουμε για άλλους την Κολομβία και την Κιργιζία...
Πίσω από αυτές τις γραμμές δεν ελέγχονται προθέσεις, όπως και δεν γίνεται απόπειρα να υποτιμηθεί ο μόχθος αυτών που χρόνια τώρα επωμίζονται ευθύνες και διεκπεραιώνουν έργο όντως σημαντικό. Ασφαλώς, όλοι τους έχουν κάποιας άλλης οπτικής γωνίας όραμα και κανένας δεν θα ευχόταν την αποτυχία τους, το αντίθετο μάλιστα. Η διαφωνία -και μάλιστα κάθετη- είναι επί της αρχής. Όμως, αυτό δεν αίρει τις αντιρρήσεις για τον τρόπο που έγιναν τα πράγματα φέτος και κυρίως για τη συμπεριφορά που επιφυλάχθηκε στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα (το Α και το Ω αυτού του Φεστιβάλ), το έστω) και πετσοκομμένο από την προκριματική επιτροπή.
Μια λογική αρχή λεει ότι πρώτα φτιάχνουμε αεροδρόμια και μετά προσγειώνουμε αεροπλάνα. Στην περίπτωση της Δράμας ενώ ελέγχεται αν ποτέ τελείωσαν οι «χωματουργικές» εργασίες, επιχειρήθηκε η «προσγείωση» 143 ταινιών, με 24 κατά μέσο όρο προβολές την ημέρα, σε μία και μοναδική -και διόλου, βέβαια, ιδανική-αίθουσα, σε εξουθενωτικές χρονικές συνθήκες και χωρίς το αυτονόητο προνόμιο (υπέρ θεατών και διαγωνιζομένων) της επαναληπτικής προβολής των διαγωνιζομένων ταινιών. Τόσο η πρόκριση (έργο ακατανόητο μιας κατώτερης του ρόλου της Προκριματικής Επιτροπής) όσο και ο χρονοπρογραμματισμός προβολών από μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής μόνο αξιοκρατική εμπιστοσύνη δεν ενέπνεαν.
Αυτό, λοιπόν, το πρόγραμμα-μαμούθ των 143 ταινιών περιελάμβανε 110 διαγωνιζόμενες, χωρισμένες σε τρία τμήματα, στη λογική τριών ξεχωριστών φεστιβάλ στη συσκευασία της μιας αίθουσας: Ελληνικό-Διεθνές - Σπουδαστικό. Εβδομήντα πέντε ταινίες στο διεθνές και μόλις δεκατέσσερις στο Εθνικό! Από τις ελληνικές, τριάντα μία παρέμειναν στο πληροφοριακό, μέσα στο οποίο, εντούτοις, ξέμειναν μερικές υπεράξιες να είχαν διαγωνιστεί. Ακόμα ένα ανδραγάθημα της Προκριματικής (χωρίς αντίδραση της Οργανωτικής) ήταν το πασάρισμα όλων των σπουδαστικών. χωρίς δηλαδή πρόκριση. Από μια άποψη, για τ' αποτελέσματα αυτής, της συγκεκριμένης Προκριματικής Επιτροπής, μιας από τις πιο αποτυχημένες στην ιστορία του θεσμού, δεν ευθύνεται η Οργανωτική Επιτροπή, η οποία όμως ευθύνεται για την επιλογή κάθε φορά αυτών που την αποτελούν. 'Ίσως το φετινό, επί του προκειμένου, μπάχαλο να τους υπενθυμίσει -για μια φορά ακόμα- ότι από το Φεστιβάλ της Δράμας εξακολουθεί να απουσιάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής, φορέας αρμοδιοτήτων αλλά και ευθύνης, ο οποίος θα σηκώσει επάνω του το ύφος, το ήθος και το χαρακτήρα της εκδήλωσης. Ο οποίος θα διατηρήσει την προτεραιότητα στις ελληνικές ταινίες. Ο οποίος θα καταργήσει -επιτέλους- το χαβαλέ του κατ' ευφημισμόν σπουδαστικού τμήματος. Ο οποίος θα αποκλείσει έστω και στην προκριματική φάση ταινίες με πρωτογενές υλικό το βίντεο (φέτος είχαμε βροχή από τέτοιες δήθεν «κινηματογραφικές» ταινίες μιας σχολής φωτογραφίας). Ο οποίος, αν σώνει και καλά, θέλει Διεθνές Τμήμα, ας το περιορίσει σε περίπου 40 ταινίες, όπως κάνουν σημαντικά μικρού μήκους φεστιβάλ στο εξωτερικό.
Κατά τ' άλλα, επρόκειτο για ένα ολοζώντανο πανηγύρι, όλων των ηλικιών, για όλες τις αιτίες και με όλους τους τρόπους. Σ' αυτή του την εκδοχή το Φεστιβάλ της Δράμας παραμένει απαράμιλλο και μοναδικό σε πανελλήνια έκταση. Και είναι αυτός ο λόγος -κι ακόμα μερικοί- που κάνει αδιαπραγμάτευτη την ανάγκη διατήρησης της σημερινής φυσιογνωμίας του.
Και βέβαια, σε αντίθεση με τη δυσάρεστη απουσία του αθηναϊκού Τύπου, κυριάρχησε η θετική παρουσία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, παρουσία που θα κρίνει σε καθοριστικό σημείο το μέλλον της μικρού μήκους ταινίας και ό,τι μια τέτοια άνθηση μπορεί να σημαίνει για τον ελληνικό κινηματογράφο. Επιπλέον, πιστώνεται και με τη θαυμάσια βραδιά της σούπας στην αποβάθρα του τοπικού σιδηροδρομικού σταθμού.
Τρία σε... συσκευασία ενός (Σχετικά με την οργάνωση...)
του Δημήτρη Χαρίτου
Όλα ήταν σχεδόν τα ίδια όπως και πέρσι. Έχει όμως και αυτό τη χάρη του, αφού έτσι σου δίνεται η οπωσδήποτε χρήσιμη άνεση της οικειότητας. Οι ίδιοι άνθρωποι (αρμόδιοι και μη), οι ίδιοι χοίροι, οι ίδιες χωρητικότητες αλλά και η ίδια πάντοτε αφειδώλευτη προθυμία για εξυπηρέτηση από τους... Οργανωτικάριους (ο νεολογισμός ανήκει στους ίδιους). Μόνο τα νερά της Βαρβάρας, μπροστά στο Ύδραμα, έδειχναν φέτος περισσότερα. Το μεταμεσονύκτιο χαβαλετζίδικο των «Rooms» έκλεισε πλήρες ημερών, και τη θέση του στις ομόφωνες προτιμήσεις του φεστιβαλόκοσμου κατέλαβε ο νεόκοπος «Μύλος». Διαχεόμενη υποψία ήταν ότι για αρκετούς το κινηματογραφικό φεστιβάλ αποτελούσε πρόφαση μέχρι να αρχίσει το άλλο, το ολονύχτιο ξεφάντωμα όπου και εντοπιζόταν το κύριο ενδιαφέρον τους.
Κατά τα άλλα, η μόνη αλλαγή που έγινε στα χλομά και θλιβερά (ου μην αλλά και ιστορικά) «Αστέρια», την αίθουσα των προβολών, ήταν η προσθήκη τριών κλιματιστικών μηχανημάτων που κατέψυχαν την αίθουσα όταν αυτή είχε λίγους θεατές, ενώ σχετικά επαρκούσαν όταν το βράδυ γέμιζε ασφυκτικά. Γιατί αυτό κατακτήθηκε πλέον κάθε βράδυ, στις προβολές του ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος, η αίθουσα στέναζε από κόσμο. Και, βέβαια, όταν η αίθουσα μιας κινηματογραφικής διοργάνωσης φτάνει στο ασφυκτικό, τα επακόλουθα προβλήματα γίνονται κάτι περισσότερο από ορατά. Μόνο οι μηχανικές συνθήκες προβολής -χάρη στον ακούραστο Σταύρο Χασάπη- από χρόνο σε χρόνο βελτιώνονται σταθερά.
Μέχρι τώρα είχαμε τις υπερθετικές, αλλά οπωσδήποτε συγγνωστές, ρητορικές εξάρσεις των πανηγυρικοί του ευφραδέστατου δημάρχου της Δράμας, τους οποίους εκφωνεί στις τελετές της έναρξης και της λήξης. Τέλος πάντων, είναι και ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ... Κομμάτια να γίνει. Αλλά αυτό που συνέβη φέτος με τη συρροή και την παρέλαση από το βήμα, τη βραδιά της έναρξης πολιτικών και πολιτικίσκων σχεδόν από το σύνολο του κομματικού φάσματος και τον χωρίς εξαίρεση τενεκεδένιο (πολιτικό) λόγο τους -πηγή ατέλειωτων χασμουρητών- δεν είχε το προηγούμενο του. Καλά, οι ευλογημένοι, χαμπάρι δεν πήραν ότι το κοινό της αίθουσας ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία νεανικό και κατά συνέπεια απρόσβλητο στις κούφιες μεγαληγορίες τους;
Αυτή η άχρηστη εισαγωγή τέλειωσε και το Φεστιβάλ πέρασε στο δικό του ζητούμενο, όπου, βέβαια, ο αριθμός των δεξιώσεων δεν θα πρέπει, σώνει και καλά, να λογαριαστεί σαν μέτρο οργανωτικής στάθμης, όπως σαν τέτοιο δεν θα πρέπει να υπολογιστεί και ο αριθμός των ταινιών που προβλήθηκαν. Εδώ μάλιστα τα μεγέθη δεν είναι ευθέως ανάλογα, όσο δηλαδή πιο πολλές, τόσο πιο καλά. Είναι άλλα εκείνα τα σημεία με τα οποία κρίνεται -αθροιστικά- το αποτέλεσμα.
Όταν ακόμα τόσο πρόσφατα έτρεχες να εξασφαλίσεις λειτουργική (δηλαδή, θεσμική) ευρυθμία, ενώ εξακολουθεί να σε κυνηγάει ο εφιάλτης της ανεπαρκούς υποδομής, ποιον πρόκειται να εξυπηρετήσει (και για ποιο λόγο;) η κατεπειγόμενη σήμερα μετάβαση στη χίμαιρα της διεθνοποίησης και το αναπότρεπτο σύνδρομο του βαθμιαίου γιγαντισμού που θα την καραδοκεί; Στο όνομα ποιας δικαιολογίας να χειροκροτήσουμε τα εγκαίνια της διεθνοποίησης όταν την ίδια στιγμή η διαχείριση του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος, κυρίως αυτού, και κατ' ακολουθία του υπολοίπου ελληνικού τμήματος, στριμώχθηκε μέσα σε τόσα αδικαιολόγητα λάθη; Και είναι επίσης κάτι περισσότερο από λάθος, η προσπάθεια υπέρβασης των μεγεθών μιας καλλιτεχνικής εκδήλωσης να αποτελεί πρόσχημα για την ικανοποίηση αλλότριων φιλοδοξιών. Στις απαντήσεις μιας τέτοιας εκδοχής θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο θύματα, αλλά και οι θύτες...
θα υποστηριχθεί, λοιπόν, ότι κουβαλήσαμε στην ακριτική Δράμα «Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους...» και τις κινηματογραφικές τους πραμάτειες δίκην παγκόσμιας συλλογής γραμματοσήμου, προκειμένου να εμπλουτιστούν τα πολιτισμικά ερεθίσματα των Δραμινών; Αυτό κι αν ακούγεται αστείο. Εδώ κοντεύουν να φτάσουν τα 120 τα νεσφραπετζίδικα και τα ξενύχτι-clubs της πόλης τους, και είναι εκεί όπου συντελείται το πολιτιστικό λαδομπογιάτισμα της χρυσής νεολαίας. Κάτι που δύστυχους δεν αποτελεί προνόμιο μόνο της Δράμας.
Αυτό το Φεστιβάλ ρίζωσε και μέχρι σήμερα (όσο και όπως) προκόβει ως εκδήλωση -λειτουργική και γιορταστική – καταδίκη τους, των Ελλήνων κινηματογραφιστών, του καινούριου αίματος του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί αυτή ήταν -και τέτοια παραμένει- η πρόδηλη (και πολύτιμη στο σεληνιακό κινηματογραφικό μας τοπίο) ανάγκη, όπως άλλωστε το απέδειξαν τα θεαματικά ποιοτικά αποτελέσματα των (μικρού και μεγάλου μήκους) ταινιών της πενταετίας που διατρέχουμε. Άλλωστε, την ενημέρωση γύρω από την αντίστοιχη δουλειά του διεθνούς χώρου τους την πρόσφερε το Φεστιβάλ από παλιά, με ανάλογο και κατά κανόνα καλά επιλεγμένο πληροφοριακό τμήμα, χωρίς ετούτη την ασύνορη και δαπανηρή επίδειξη.
Σε τελευταία ανάλυση, αν είχε κριθεί απαραίτητη μια τέτοια συμπλήρωση της μέχρι σήμερα μορφής του Φεστιβάλ, ας είχε επιλεγεί η βαλκανική διάσταση. Είναι προφανές ότι θα εξυπηρετούσε χίλιες σκοπιμότητες εύλογα χρήσιμες και μάλιστα στο γεωγραφικό σημείο όπου βρίσκεται η Δράμα. Κοντά δέκα χώρες θα αποτελούν αύριο τη Βαλκανική Χερσόνησο και είναι εκεί που αξίζει (φίλε κ. ΥΠ.ΠΟ.) να πάρουμε αμέσως τέτοιες πρωτοβουλίες - πριν τις πάρουν άλλοι. Και ας αφήσουμε για άλλους την Κολομβία και την Κιργιζία...
Πίσω από αυτές τις γραμμές δεν ελέγχονται προθέσεις, όπως και δεν γίνεται απόπειρα να υποτιμηθεί ο μόχθος αυτών που χρόνια τώρα επωμίζονται ευθύνες και διεκπεραιώνουν έργο όντως σημαντικό. Ασφαλώς, όλοι τους έχουν κάποιας άλλης οπτικής γωνίας όραμα και κανένας δεν θα ευχόταν την αποτυχία τους, το αντίθετο μάλιστα. Η διαφωνία -και μάλιστα κάθετη- είναι επί της αρχής. Όμως, αυτό δεν αίρει τις αντιρρήσεις για τον τρόπο που έγιναν τα πράγματα φέτος και κυρίως για τη συμπεριφορά που επιφυλάχθηκε στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα (το Α και το Ω αυτού του Φεστιβάλ), το έστω) και πετσοκομμένο από την προκριματική επιτροπή.
Μια λογική αρχή λεει ότι πρώτα φτιάχνουμε αεροδρόμια και μετά προσγειώνουμε αεροπλάνα. Στην περίπτωση της Δράμας ενώ ελέγχεται αν ποτέ τελείωσαν οι «χωματουργικές» εργασίες, επιχειρήθηκε η «προσγείωση» 143 ταινιών, με 24 κατά μέσο όρο προβολές την ημέρα, σε μία και μοναδική -και διόλου, βέβαια, ιδανική-αίθουσα, σε εξουθενωτικές χρονικές συνθήκες και χωρίς το αυτονόητο προνόμιο (υπέρ θεατών και διαγωνιζομένων) της επαναληπτικής προβολής των διαγωνιζομένων ταινιών. Τόσο η πρόκριση (έργο ακατανόητο μιας κατώτερης του ρόλου της Προκριματικής Επιτροπής) όσο και ο χρονοπρογραμματισμός προβολών από μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής μόνο αξιοκρατική εμπιστοσύνη δεν ενέπνεαν.
Αυτό, λοιπόν, το πρόγραμμα-μαμούθ των 143 ταινιών περιελάμβανε 110 διαγωνιζόμενες, χωρισμένες σε τρία τμήματα, στη λογική τριών ξεχωριστών φεστιβάλ στη συσκευασία της μιας αίθουσας: Ελληνικό-Διεθνές - Σπουδαστικό. Εβδομήντα πέντε ταινίες στο διεθνές και μόλις δεκατέσσερις στο Εθνικό! Από τις ελληνικές, τριάντα μία παρέμειναν στο πληροφοριακό, μέσα στο οποίο, εντούτοις, ξέμειναν μερικές υπεράξιες να είχαν διαγωνιστεί. Ακόμα ένα ανδραγάθημα της Προκριματικής (χωρίς αντίδραση της Οργανωτικής) ήταν το πασάρισμα όλων των σπουδαστικών. χωρίς δηλαδή πρόκριση. Από μια άποψη, για τ' αποτελέσματα αυτής, της συγκεκριμένης Προκριματικής Επιτροπής, μιας από τις πιο αποτυχημένες στην ιστορία του θεσμού, δεν ευθύνεται η Οργανωτική Επιτροπή, η οποία όμως ευθύνεται για την επιλογή κάθε φορά αυτών που την αποτελούν. 'Ίσως το φετινό, επί του προκειμένου, μπάχαλο να τους υπενθυμίσει -για μια φορά ακόμα- ότι από το Φεστιβάλ της Δράμας εξακολουθεί να απουσιάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής, φορέας αρμοδιοτήτων αλλά και ευθύνης, ο οποίος θα σηκώσει επάνω του το ύφος, το ήθος και το χαρακτήρα της εκδήλωσης. Ο οποίος θα διατηρήσει την προτεραιότητα στις ελληνικές ταινίες. Ο οποίος θα καταργήσει -επιτέλους- το χαβαλέ του κατ' ευφημισμόν σπουδαστικού τμήματος. Ο οποίος θα αποκλείσει έστω και στην προκριματική φάση ταινίες με πρωτογενές υλικό το βίντεο (φέτος είχαμε βροχή από τέτοιες δήθεν «κινηματογραφικές» ταινίες μιας σχολής φωτογραφίας). Ο οποίος, αν σώνει και καλά, θέλει Διεθνές Τμήμα, ας το περιορίσει σε περίπου 40 ταινίες, όπως κάνουν σημαντικά μικρού μήκους φεστιβάλ στο εξωτερικό.
Κατά τ' άλλα, επρόκειτο για ένα ολοζώντανο πανηγύρι, όλων των ηλικιών, για όλες τις αιτίες και με όλους τους τρόπους. Σ' αυτή του την εκδοχή το Φεστιβάλ της Δράμας παραμένει απαράμιλλο και μοναδικό σε πανελλήνια έκταση. Και είναι αυτός ο λόγος -κι ακόμα μερικοί- που κάνει αδιαπραγμάτευτη την ανάγκη διατήρησης της σημερινής φυσιογνωμίας του.
Και βέβαια, σε αντίθεση με τη δυσάρεστη απουσία του αθηναϊκού Τύπου, κυριάρχησε η θετική παρουσία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, παρουσία που θα κρίνει σε καθοριστικό σημείο το μέλλον της μικρού μήκους ταινίας και ό,τι μια τέτοια άνθηση μπορεί να σημαίνει για τον ελληνικό κινηματογράφο. Επιπλέον, πιστώνεται και με τη θαυμάσια βραδιά της σούπας στην αποβάθρα του τοπικού σιδηροδρομικού σταθμού.