Ιστορικές αναφορές

"Αντί" τεύχος 617 "Γιορτής «μικρομηκάδων» συνέχεια και τέλος"

Γιορτής «μικρομηκάδων» συνέχεια και τέλος

του Δημήτρη Χαρίτου

Στο προηγούμενο τεύχος του Αντί επιχειρήσαμε μια πρώτη προσέγγιση της φετινής διοργάνωσης του φεστιβάλ, όταν αυτή βρισκόταν ακόμα στα «μισά του πλου». Τώρα, μετά την απονομή των βραβείων και την εορταστική λήξη, μπορούμε να ολοκληρώσουμε την περιδιάβαση και το σχολιασμό των υπολοίπων ταινιών από εκείνες που παρουσιάζουν αξιολογικά στοιχεία, έστω και αν αυτά συνυπάρχουν και με αρνητικά.
Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, για να ξεκινήσουμε κιόλας, ανήκει η ταινία του Κωστή Μεγαπάνου, Νέα Τάξη. Το πομπώδες, ο μελοδραματικός εστετισμός, η υπερβολή συγκατοικούν με το ουσιαστικό, την καίρια δηλαδή στιγμή, καταλήγοντας σ' έναν κινηματογραφικό πολτό. Τελικά, απέμεινε η απορία για το τι καταδίκαζε και τι υπερασπιζόταν αυτό το πάτσγουωρκ προθέσεων. Και είναι κρίμα γιατί σημαντικό μέρος της κινηματογραφικής πρώτης ύλης είναι όντως σημαντικό. Αλλά και το Μια φωνή... μια πόλη..., του Σάββα Καρύδα, διασκευή του γνωστού μονόπρακτου του Ζάν Κοκτώ, ήταν μια σωστή ιδέα που όμως δεν ευτύχησε εξαιτίας της στατικής σκηνοθετικής του γραμμής. Ίσως εκεί να οφείλεται και η επίπεδη ερμηνεία της Αγλαΐας Παππά, η οποία μάλλον εκφωνούσε μονόλογο παρά συνδιαλεγόταν από τηλεφώνου. Αντίθετα, το πρόχειρο τεχνικά και αυτοσχεδιαστικό Δεκαεννιά του Αγγέλου Φραντζή διέθετε τη δικαίωση της αιρετικής τόλμης στο βλέμμα και στο σχόλιο, έστω και αν (από σύμπτωση;) θύμιζε έντονα τη θεία του Γιάννη Ακονίδη.
Από τις υπόλοιπες ταινίες, που η παραγωγή τους πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμα, κωμωδίες και οι δύο. Και είναι σημαντικό αυτό αφού το είδος σπάνιζε, εδώ και χρόνια, στη Δράμα απελπιστικά. Ήδη, στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε μιλήσει για το θαυμάσιο Άρον!Άρον! του Β. Ελευθερίου και Του Χάρου τα δόντια του Κ. Χατζημιχαηλίδη. Τώρα, λοιπόν, προσθέτουμε το γεμάτο φαντασία και σεναριακό πλούτο Ρήνε του Ηλία Δημητρίου. Ρυθμικό, με πλούσιες ερμηνείες, όπως επίσης το Κοντό, στενό και μαύρο της Στρατούλας θεοδωράτου, μια σπαρταριστή προσπάθεια μεταμόρφωσης του «ασχημόπαπου» προκειμένου να κατακτηθεί ο ωραίος μπάρμαν. Εκτός, όμως, από την πλούσια φετινή σοδειά κωμωδιών, τις οποίες συμπλήρωνε επάξια -και κάτι παραπάνω- το μοναδικό αξιόλογο καρτούν του (μοναδικού) Ιορδάνη Ανανιάδη Εμείς οι Έλληνες, απέμειναν τα δύο τρυφερά, ερωτικά στιγμιότυπα, τα οποία επιπλέον διέθεταν και ευπρόσωπη κινηματογράφηση, Το φλιτζάνι της ομάδας «Τετράκτις» και το Ενσταντανέ της Μαρίας Παπαχαραλάμπους.
Από δω και πέρα ισχύει το γνωστό αξίωμα της φυσικής, σύμφωνα με το οποίο «η φύση απεχθάνεται το κενό». Δηλαδή, αφού η εγχώρια κινηματογραφική παιδεία συνεχίζει τον ανίκανο και εκτός πραγματικότητας ρόλο της -με παθητικό θεατή το κράτος-, το πρόβλημα θα αναζητούσε τη λύση του (πού αλλού;) στο εξωτερικό. Και το αντιμετωπίζουμε ως αμήχανοι θαυμαστές. Έξι, λοιπόν, ταινίες του ελληνικού προγράμματος, καθαρόαιμου «μικρομηκάδικου» κινηματογράφου, ανήκουν στην περίπτωση ελλήνων σπουδαστών σχολών του εξωτερικού, ακόμα -ναι!- και βαλκανικών.
Και στις έξι γίνεται αμέσως φανερή η εκτός συναγωνισμού υπεροχή στη γνώση των μέσων, στην οικονομία και την αμεσότητα της έκφρασης. Το Ζάνα και Ζίνα του Γ. Μπάχαλα, που κατέκτησε το βραβείο σπουδαστικής ταινίας, φτιάχτηκε στη Βουλγαρία. Ένα τσεχωφικό τρίο «δωματίου», γεμάτο κινηματογραφικά ημιτόνια ρυθμών και εικόνων. Τόσο το Παιχνίδι της Μαρίας Παπαγεωργίου, όσο και Το καλοκαίρι ήρθε νωρίς του Κυριάκου Μπουγιούρη κατάγονται από μπουκοφσκικές περιοχές και το γνώριμο πλέον ύφος του σύγχρονου, ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Ήταν ακόμα το μοναδικό αξιόλογο δείγμα φανταστικού κινηματογράφου, Ο μοντέρ του Γιώργου Σιούγα, όπως και το ολιγόλεπτο, αλλά συνταρακτικό Σάββατο των ψυχών της Φωφώς Τερζίδου, με τη θαυμάσια υποστήριξη της φωτογραφίας του Χρήστου Αλεξανδρή, μιας ακόμα δύναμης στην πλούσια ομάδα των ελλήνων διευθυντών φωτογραφίας. Η έκτη ταινία στη σειρά, αυτή των σπουδαστών του εξωτερικού, είναι το ντοκιμαντέρ Ο μαέστρος της Μαρίας Λεωνίδα. Μια αξιοσημείωτη αναφορά στη δουλειά ενός μηχανικού προβολής ταινιών στο Λονδίνο.
Ακόμα και σ' αυτή την περιορισμένη επιλογή που επιχειρήσαμε υπάρχουν περιθώριο, όχι πάντοτε μεμψίμοιρα, καταλογισμού αδυναμιών. Πολύ περισσότερο αν ο θεατής απομακρυνθεί και δει το σύνολο των (144!) ελληνικών ταινιών που τέθηκαν υπόψη της Προκριματικής Επιτροπής, θεματολογικά αεροβατούντες, σε συντριπτικό ποσοστό, οι νέοι μας (υποψήφιοι) δημιουργοί. «Υπερβολική σοβαροφάνεια, προσποίηση, ιδιωτικές σχολές», λέει, πολύ σωστά, σε πρόσφατη συνέντευξη της η βραβευμένη φέτος Εύα Στεφανή. «Φαίνεται», αναφερόμενη στους πρόωρα αστικοποιημένους μικρομηκάδες, «πως κυνηγάμε το απρόσιτο. Το αντίθετο από αυτό που είμαστε. Και ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος να το καταφέρεις».
Εξακολουθούμε να έχουμε τις ίδιες βασικές αντιρρήσεις σχετικά με την καθιέρωση ενός τέτοιου είδους, όπως αυτό που επιχειρείται από πέρσι στη Δράμα, διεθνούς τμήματος διαγωνιστικού χαρακτήρα. Όχι ότι παραβλέπουμε ή ότι υποτιμούμε το μόχθο που καταβάλλεται από τους αρμόδιους του Φεστιβάλ. Στο σημείο αυτό έχουν και την εκτίμηση και το σεβασμό μας. Αλλά, το «αλλά» μας έχει την καταγωγή του στην «πολιτική» σύλληψης, σκοπιμότητας και αποτελέσματος. Ένας όγκος ογδόντα ταινιών απ' όλο τον κόσμο, δίκην παγκόσμιας συλλογής γραμματοσήμων, μέσα στον οποίο περιέχονται ανάκατα όλα τα είδη (ταινίες μυθοπλασίας, κινούμενα σχέδια, ντοκιμαντέρ, πειραματικό σινεμά) εξαφανίζει την επιθυμητή δυνατότητα μιας κάποιας συγκεκριμένης (αν όχι εξειδικευμένης) μορφής που θα δικαιολογούσε και την καθιέρωση του ως διεθνούς.
Έχουμε υποστηρίζει την καθιέρωση ενός Βαλκανικού Φεστιβάλ για το πλήθος των λόγων που το επιβάλλουν. Και ακόμα, είχαμε προβλέψει πως, αν δεν το επιχειρήσει αυτό, αποκλειστικά, η Δράμα, θα το νεμηθούν κάποιοι άλλοι, γεγονός που ήδη φάνηκε στον ορίζοντα. Και βέβαια, η απάντηση δεν είναι ότι δόθηκε «βαλκανικό» βραβείο σε μια... γερμανική ταινία επειδή έγινε από έλληνα σκηνοθέτη. Λες και χάθηκαν οι αμιγώς, έξοχες, βαλκανικές ταινίες... Υποθέτουμε ότι το «φταίξιμο» δεν θα πρέπει να είναι μιας ακαθοδήγητης Κριτικής Επιτροπής.
Προσωπικά, είδαμε περίπου το σύνολο των ταινιών του διεθνούς τμήματος και στην εντύπωση μας είναι ότι τουλάχιστον οι μισές απ' αυτές δεν δικαιολογούσαν τη συμμετοχή τους. Από αδιάφορες μέχρι πληκτικές. Στις άλλες μισές, όμως, υπήρχαν αληθινά μικρά αριστουργήματα και είναι κρίμα -το ξαναγράφουμε- που η Ελληνική Ταινιοθήκη δεν μπορεί να παρέμβει συλλέγοντας κάποιες από αυτές. Ατυχώς, δεν έχει νόημα να αναφέρουμε τίτλους ταινιών και ονόματα δημιουργών αφού ούτε αυτοί θα λάβουν γνώση του επαίνου μας ούτε άλλοι έλληνες θεατές θα τις δουν -μια που το προνόμιο περιορίστηκε σε μια κι έξω προβολή, και όσοι έτυχε να βρεθούν εκεί ήταν αληθινά τυχεροί.