"Αντί" τεύχος 721 "Δάφνες και φρύγανα"
23ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ
Τελικά, το 2000 αποδείχτηκε για το Φεστιβάλ της Δράμας
η καλύτερη χρονιά της δεκαετίας που (με τη σωστή αρίθμηση) κλείνει φέτος.
Δάφνες και φρύγανα
του Δημήτρη Χαρίτου
Αυτό το περίκλειστο περιβάλλον του χώρου, που κατά κάποιο τρόπο, η μικρή πόλη -σε αντίθεση με τη μεγάλη- επιβάλλει, συγκεντρώνει και συγκροτεί τους ανθρώπους σε ένα φιλικά ομογενοποιημένο σύνολο αλληλοκατανόησης, εκτίμησης και ενθάρρυνσης, με αποτέλεσμα η κάθε είδους μεμψιμοιρία να βαθμολογείται με αμελητέο συντελεστή. Έτσι, π.χ., την περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι, που η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών δεξιώθηκε με επιτυχία στους δροσερούς χώρους των νερών της Αγίας Βαρβάρας τους ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου που βρέθηκαν με την ευκαιρία του Φεστιβάλ στη Δράμα, το θέαμα κυρίως των νέων κινηματογραφιστών, της συναδελφικότητας και της εγκαρδιότητας ήταν μοναδικό για τον τόπο μας, όπου τα «πισώπλατα» γνωρίζουν συχνή ευδοκίμηση... Αυτή είναι η μία νίκη, την οποία έχει από χρόνια κερδίσει η δραμινή διοργάνωση. Η άλλη, η οποία έκανε φέτος την εντυπωσιακή της παρουσία, είναι η ωριμότητα σημαντικού δείγματος δουλειάς που προβλήθηκε. Ταινίες που πριν από δέκα χρόνια κέρδιζαν τα βραβεία, σήμερα θα έβρισκαν με δυσκολία θέση ακόμα και στο πληροφοριακό τμήμα. Ασφαλώς τα ταλέντα δεν παράγονται με τη σέσουλα, αλλά πέρα από τις πάντοτε ευάριθμες περιπτώσεις, το αξιοσημείωτο είναι ο «ανεβασμένος πήχης» του μέσου όρου. Ακόμα και στις σπουδαστικές ταινίες, οι οποίες κατά κανόνα είναι ο αποδέκτης της σκληρής κριτικής για το ποιοτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζουν, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει -όπως και πέρσι την αισθητή βελτίωση γραφής. Συμπερασματικά, είναι αυτή η βέβαιη και αισιόδοξη εικόνα που δίνει το έμπρακτο δικαίωμα να υποστηριχθεί -για μία ακόμα φορά- ότι στη Δράμα γινόμαστε κοινωνοί αυτού που εδώ και κάποια χρόνια έχει διαπιστωθεί, ότι δηλαδή ο εθνικός μας κινηματογράφος υλοποιείται στις (καλές) μικρού μήκους ταινίες και όχι στις αθλιότητες που τα πρόσφατα χρόνια κατακλύζουν τις αθηναϊκές (και όχι μόνο) αίθουσες. Και ανήκει δίκαιος έπαινος στους ανθρώπους του Φεστιβάλ, γιατί υποστήριξαν και με υπομονή αναδείξανε αυτό το αποτέλεσμα. Χάρη στη μικρού μήκους ταινία, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ελπίδα να γνωρίσει ανανέωση στη γραφή του και στο έμψυχο υλικό του. Οπωσδήποτε όμως, από τρόπος άσκησης η «μικρομηκάδικη» ταινία έγινε αυτόνομος τρόπος -και μάλιστα καθόλου εύκολος- κινηματογραφικής γραφής. Βέβαια, πέρα από τους επαίνους, τα «δύσκολα» του Φεστιβάλ παραμένουν, και όσο η επιτυχία του περιεχομένου της διοργάνωσης μεγαλώνει, πράγμα διόλου παράξενο, αυτά -τα «δύσκολα»- γίνονται ακόμα πιο αισθητά. Τα γινόμενα ουκ απογίγνονται. Ούτε να καταργηθεί το Φεστιβάλ μπορεί κανείς να διανοηθεί ούτε να μεταφερθεί. Όταν η Πολιτεία θεσμοθετούσε τη δραμινή διοργάνωση, αλλά κυρίως στη συνέχεια, αποδέχτηκε τον διεθνή της χαρακτήρα, όφειλε να σκεφτεί όλες τις παραμέτρους των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων (αποκλειστικά υλικού χαρακτήρα) που συνεπάγονταν οι αποφάσεις της. Αυτό, λοιπόν, είναι το καταλυτικά σημαντικό που πρέπει οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι, οι διάφοροι αρμόδιοι και οι λοιποί παρατρεχάμενοι που φέτος ανέβηκαν -και πολύ καλά κάνανε- στη Δράμα, είναι να κατανοήσουν ότι εκεί πραγματοποιείται μια ΔΙΕΘΝΗΣ (όχι στα λόγια) διοργάνωση, με λαμπρά (στο ανθρώπινο και το καλλιτεχνικό επίπεδο) αποτελέσματα, αλλά σε ανεπαρκείς ή και άθλιες συνθήκες υλικής υποδομής. Η γενναιοδωρία της -εν προκειμένω- είναι υποχρέωση της και επιτακτική ανάγκη. Γιά να έρθουμε στις ταινίες -αίμα και σάρκα ενός φεστιβάλ-, και να τονίσουμε τη ζείδωρη προσφορά της ΕΤΙ που, χάρη στο πρόγραμμα της «μικροφίλμ» συχνά αμήχανη και χαλαρή παρά το ενδιαφέρον θέμα της. Το ίδιο θα πρέπει να ειπωθεί και για την ταινία του Γιώργου Σκεύα Ψυχοσάββατο. Μνήμες σπουδαστικών ταινιών, έστω στην καλή τους εκδοχή. Το θέμα της ταινίας του Εμμανουήλ Οικονόμου Ο κλέφτης χαμόγελου είχε ενδιαφέρον, αλλά το αποτέλεσμα έπασχε από το χαμηλό του προφίλ καθώς και την προσπάθεια να συγκινήσει. Το πολύ αξιόλογο σενάριο της ταινίας του Βασ. Δούβλη Ο βετεράνος μόνο σε σημεία -έστω και αρκετά-αξιοποιήθηκε σκηνοθετικά. Κορυφαίο εύρημα της ταινίας, η πειστική παρουσία του Χρήστου Νομικού. Αναρωτιόμαστε τι θα ήταν αυτή η ταινία αν την έκανε, π.χ., ιρλανδός σκηνοθέτης. Υποδειγματικά απολαυστική -στα όρια του μπουρλέσκ-, η κινηματογραφική απόδοση του νευρωσικού τρόπου ζωής που μας επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες στην ταινία Monday της Στέλλας Καβαδάτου. Πρωταγωνιστούν η ερμηνευτική πανδαισία της Ν. Τσερνιάφσκι, η φωτογραφία της Μαραγκουδάκη και πάνω απ' όλα η... ηχητική μπάντα. Μνήμες Ζυλ και Ζιμ του Τρυφώ σε ατυχές χαρμάνι με Μπέκετ, το έντονα θεατρικό Αγρύπνια του Αρσένη Πολυμενόπουλου. Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η προηγούμενη δουλειά του Γραφείο συμβουλών. Από το Τούγκο-Τούγκο μέχρι τον φετινό Φωταγωγό, ο Γιάννης Βεσλεμές κάλυψε σημαντική απόσταση, φιλόδοξη μεν, αλλά άνιση. Το μαύρο χιούμορ δεν κατασκευάζεται. Αληθινά λαμπρή η επάνοδος του Βασίλη Λουλέ στη Δράμα υστέρα από επτάχρονη απουσία. Η ταινία του Ένας λαμπερός ήλιος καταύγασε τη γερασμένη αίθουσα προβολών του Φεστιβάλ, θέμα επίκαιρο η «τύχη» των «οικονομικών μεταναστών» όταν αυτοί είναι νέες γυναίκες και μάλιστα, στη συγκεκριμένη ταινία, δύο όμορφες Ρωσίδες. Πλούσιο σε αποδεικτικό υλικό της διαδρομής προς την απόγνωση και την υποταγή. Ίσως η καλύτερη εκδοχή' που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα ο κινηματογράφος μας. Συναρπαστική η παρουσία της Βικτώριας Χαραλαμπίδου στο ρόλο της Νατάσας, όπως το ίδιο συναρπαστική ήταν πέρσι και η παρουσία του αδελφού της, Ανάσταση, με την ταινία του Ο κάτοικος της πόλης. Για μια φορά ακόμα ο... βετεράνος μικρομηκάς Αχιλλέας Κυριακίδης πέτυχε σε μόλις έξι λεπτά να περιγράψει με γραφή «ξυράφι» και νευρική αυτό που άλλοι -και όχι μόνο νεοσσοί- σπαταλούν σε υπερπολλαπλάσιο αριθμό του έξι. Ίσως η πιο μοντέρνα κα «αριστοκρατική» κινηματογράφηση που προβλήθηκε φέτος στη Δράμα.
Δύσκολο και επικίνδυνο το εγχείρημα να μπεις στα χωράφια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τους δρόμους του κινηματογράφου, απομιμούμενος το καταλυτικό βάρος του τραγικού λόγου. Συνεπώς, η προσπάθεια του Γιώργου Τζανέρη Η τροφός, επαινετή μόνο ως προς την οπτικοποίηση. Στην ερμηνεία προτιμήσαμε το άλαλο (μιλούσαν οι μετρημένες εκφράσεις) πρόσωπο της Γεωργίας Ανέστη.
Αν ο Στέργιος Νιζήρης ήταν ο Κουστουρίτσα, τότε ο «Λάθος Αιώνας» δεν θα ήταν μια «λάθος» ταινία. Το λογοπαίγνιο, εντούτοις, δεν μπορεί να παραβλέψει τον όγκο της προσπάθειας, ούτε τα επιμέρους ενδιαφέροντα στιγμιότυπα. Δεν είναι η μικρού μήκους ταινία που μπορεί να χωρέσει τόση φιλοδοξία. Αντίθετα, ο Βαγγέλης Μαδεράκης άπλωσε τα πλούτη (σεναριακά και σκηνοθετικά) ενός λαϊκού, σπαρταριστού «χοροδράματος» -σαν τέτοιο έδειξε- με την ταινία του Gohbi and God, γυρισμένη σ' ένα φτωχόδρομο του Λ. Άντζελες. Γεμάτη ιδέες, πλούσια (όχι σε κόστος) δοσμένες και αυθεντικά.
Ο Λευτέρης Χάριτος είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του. Γνωρίζει να χρησιμοποιεί τη μηχανή, να παίρνει δηλαδή απ' αυτή κι από τους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά της όσο λίγοι. Η Φλεγόμενη Στέλλα του στάθηκε μια ακόμα απόδειξη. Αιρετική στους τρόπους και από τις πιο προσωπικές της φετινής διοργάνωσης. Ατυχώς, όμως, η «φλεγόμενη» ηρωίδα της ταινίας «έσβησε» απρόσμενα, ακριβώς στο τέλος της ταινίας, τότε δηλαδή που φτιάχνονται ή «κλέβονται» οι εντυπώσεις από το κοινό. Χωρίς αμφιβολία, η ταινία της Κατερίνας Φιλιώτου Έλα να σου πω... στάθηκε η πιο δημοφιλής ταινία του φετινού φεστιβάλ. Για ορισμένους λόγους όχι άδικα. Έξυπνο, και αυτό που λέμε ψυχαγωγικό θέμα. Καλός χειρισμός, καλές ερμηνείες με καλύτερη αυτή της Ντίνας Μιχαηλίδη. Βέβαια, τηλεοπτικής καταγωγής η σκηνοθεσία - αν βέβαια αυτό, τώρα πλέον, σημαίνει τίποτα. Η ταινία (τηλεοπτική ή όχι) τρέχει εύκολα και χαρίζει άφθονο γέλιο. Ιχνηλατήσεις των τρόπων της ερωτικής ζωής σημερινών νέων, πιο σωστά της ερωτικής «άπνοιας», επιχειρεί με εντιμότητα η Νάνσυ Μπινιαδάκη στην ταινία της Πάντα χθες βράδυ. Μνήμες σύγχρονου γαλλικού σινεμά αλλά όχι από τις καλύτερες σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες ταινίες της. Αν, τέλος, υπάρχει κάτι απόλυτα ενδιαφέρον και δύσκολο στην ταινία της Εύης Καραμπάτσου Η κυρία των σκύλων («Νuestra senora de los Perros») είναι ότι αυτή η αυθεντική Ελληνίδα κατόρθωσε να κάνει μια ταινία στην Κούβα σαν να ήταν η ίδια γέννημα-θρέμμα Κουβανή. Και ασφαλώς όχι η μόνη αρετή αυτής της θαυμάσιας καταγραφής ηθογραφικού ψυχογραφήματος, ποιητικών περασμάτων αλλά και με σαφέστατους υπαινιγμούς (και όχι μόνο) σχολιασμούς για τη ζωή στη σημερινή Αβάνα.
Ελπίζουμε η γενναιοδωρία του Αντί να μας δώσει λίγο ακόμα χώρο στο επόμενο τεύχος προκειμένου να σχολιάσουμε σύντομα τις ταινίες Σπουδαστικού και του Πληροφοριακού όπως και κάποιες άλλες «νοσηρότες».
Τελικά, το 2000 αποδείχτηκε για το Φεστιβάλ της Δράμας
η καλύτερη χρονιά της δεκαετίας που (με τη σωστή αρίθμηση) κλείνει φέτος.
Δάφνες και φρύγανα
του Δημήτρη Χαρίτου
Αυτό το περίκλειστο περιβάλλον του χώρου, που κατά κάποιο τρόπο, η μικρή πόλη -σε αντίθεση με τη μεγάλη- επιβάλλει, συγκεντρώνει και συγκροτεί τους ανθρώπους σε ένα φιλικά ομογενοποιημένο σύνολο αλληλοκατανόησης, εκτίμησης και ενθάρρυνσης, με αποτέλεσμα η κάθε είδους μεμψιμοιρία να βαθμολογείται με αμελητέο συντελεστή. Έτσι, π.χ., την περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι, που η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών δεξιώθηκε με επιτυχία στους δροσερούς χώρους των νερών της Αγίας Βαρβάρας τους ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου που βρέθηκαν με την ευκαιρία του Φεστιβάλ στη Δράμα, το θέαμα κυρίως των νέων κινηματογραφιστών, της συναδελφικότητας και της εγκαρδιότητας ήταν μοναδικό για τον τόπο μας, όπου τα «πισώπλατα» γνωρίζουν συχνή ευδοκίμηση... Αυτή είναι η μία νίκη, την οποία έχει από χρόνια κερδίσει η δραμινή διοργάνωση. Η άλλη, η οποία έκανε φέτος την εντυπωσιακή της παρουσία, είναι η ωριμότητα σημαντικού δείγματος δουλειάς που προβλήθηκε. Ταινίες που πριν από δέκα χρόνια κέρδιζαν τα βραβεία, σήμερα θα έβρισκαν με δυσκολία θέση ακόμα και στο πληροφοριακό τμήμα. Ασφαλώς τα ταλέντα δεν παράγονται με τη σέσουλα, αλλά πέρα από τις πάντοτε ευάριθμες περιπτώσεις, το αξιοσημείωτο είναι ο «ανεβασμένος πήχης» του μέσου όρου. Ακόμα και στις σπουδαστικές ταινίες, οι οποίες κατά κανόνα είναι ο αποδέκτης της σκληρής κριτικής για το ποιοτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζουν, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει -όπως και πέρσι την αισθητή βελτίωση γραφής. Συμπερασματικά, είναι αυτή η βέβαιη και αισιόδοξη εικόνα που δίνει το έμπρακτο δικαίωμα να υποστηριχθεί -για μία ακόμα φορά- ότι στη Δράμα γινόμαστε κοινωνοί αυτού που εδώ και κάποια χρόνια έχει διαπιστωθεί, ότι δηλαδή ο εθνικός μας κινηματογράφος υλοποιείται στις (καλές) μικρού μήκους ταινίες και όχι στις αθλιότητες που τα πρόσφατα χρόνια κατακλύζουν τις αθηναϊκές (και όχι μόνο) αίθουσες. Και ανήκει δίκαιος έπαινος στους ανθρώπους του Φεστιβάλ, γιατί υποστήριξαν και με υπομονή αναδείξανε αυτό το αποτέλεσμα. Χάρη στη μικρού μήκους ταινία, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ελπίδα να γνωρίσει ανανέωση στη γραφή του και στο έμψυχο υλικό του. Οπωσδήποτε όμως, από τρόπος άσκησης η «μικρομηκάδικη» ταινία έγινε αυτόνομος τρόπος -και μάλιστα καθόλου εύκολος- κινηματογραφικής γραφής. Βέβαια, πέρα από τους επαίνους, τα «δύσκολα» του Φεστιβάλ παραμένουν, και όσο η επιτυχία του περιεχομένου της διοργάνωσης μεγαλώνει, πράγμα διόλου παράξενο, αυτά -τα «δύσκολα»- γίνονται ακόμα πιο αισθητά. Τα γινόμενα ουκ απογίγνονται. Ούτε να καταργηθεί το Φεστιβάλ μπορεί κανείς να διανοηθεί ούτε να μεταφερθεί. Όταν η Πολιτεία θεσμοθετούσε τη δραμινή διοργάνωση, αλλά κυρίως στη συνέχεια, αποδέχτηκε τον διεθνή της χαρακτήρα, όφειλε να σκεφτεί όλες τις παραμέτρους των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων (αποκλειστικά υλικού χαρακτήρα) που συνεπάγονταν οι αποφάσεις της. Αυτό, λοιπόν, είναι το καταλυτικά σημαντικό που πρέπει οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι, οι διάφοροι αρμόδιοι και οι λοιποί παρατρεχάμενοι που φέτος ανέβηκαν -και πολύ καλά κάνανε- στη Δράμα, είναι να κατανοήσουν ότι εκεί πραγματοποιείται μια ΔΙΕΘΝΗΣ (όχι στα λόγια) διοργάνωση, με λαμπρά (στο ανθρώπινο και το καλλιτεχνικό επίπεδο) αποτελέσματα, αλλά σε ανεπαρκείς ή και άθλιες συνθήκες υλικής υποδομής. Η γενναιοδωρία της -εν προκειμένω- είναι υποχρέωση της και επιτακτική ανάγκη. Γιά να έρθουμε στις ταινίες -αίμα και σάρκα ενός φεστιβάλ-, και να τονίσουμε τη ζείδωρη προσφορά της ΕΤΙ που, χάρη στο πρόγραμμα της «μικροφίλμ» συχνά αμήχανη και χαλαρή παρά το ενδιαφέρον θέμα της. Το ίδιο θα πρέπει να ειπωθεί και για την ταινία του Γιώργου Σκεύα Ψυχοσάββατο. Μνήμες σπουδαστικών ταινιών, έστω στην καλή τους εκδοχή. Το θέμα της ταινίας του Εμμανουήλ Οικονόμου Ο κλέφτης χαμόγελου είχε ενδιαφέρον, αλλά το αποτέλεσμα έπασχε από το χαμηλό του προφίλ καθώς και την προσπάθεια να συγκινήσει. Το πολύ αξιόλογο σενάριο της ταινίας του Βασ. Δούβλη Ο βετεράνος μόνο σε σημεία -έστω και αρκετά-αξιοποιήθηκε σκηνοθετικά. Κορυφαίο εύρημα της ταινίας, η πειστική παρουσία του Χρήστου Νομικού. Αναρωτιόμαστε τι θα ήταν αυτή η ταινία αν την έκανε, π.χ., ιρλανδός σκηνοθέτης. Υποδειγματικά απολαυστική -στα όρια του μπουρλέσκ-, η κινηματογραφική απόδοση του νευρωσικού τρόπου ζωής που μας επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες στην ταινία Monday της Στέλλας Καβαδάτου. Πρωταγωνιστούν η ερμηνευτική πανδαισία της Ν. Τσερνιάφσκι, η φωτογραφία της Μαραγκουδάκη και πάνω απ' όλα η... ηχητική μπάντα. Μνήμες Ζυλ και Ζιμ του Τρυφώ σε ατυχές χαρμάνι με Μπέκετ, το έντονα θεατρικό Αγρύπνια του Αρσένη Πολυμενόπουλου. Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η προηγούμενη δουλειά του Γραφείο συμβουλών. Από το Τούγκο-Τούγκο μέχρι τον φετινό Φωταγωγό, ο Γιάννης Βεσλεμές κάλυψε σημαντική απόσταση, φιλόδοξη μεν, αλλά άνιση. Το μαύρο χιούμορ δεν κατασκευάζεται. Αληθινά λαμπρή η επάνοδος του Βασίλη Λουλέ στη Δράμα υστέρα από επτάχρονη απουσία. Η ταινία του Ένας λαμπερός ήλιος καταύγασε τη γερασμένη αίθουσα προβολών του Φεστιβάλ, θέμα επίκαιρο η «τύχη» των «οικονομικών μεταναστών» όταν αυτοί είναι νέες γυναίκες και μάλιστα, στη συγκεκριμένη ταινία, δύο όμορφες Ρωσίδες. Πλούσιο σε αποδεικτικό υλικό της διαδρομής προς την απόγνωση και την υποταγή. Ίσως η καλύτερη εκδοχή' που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα ο κινηματογράφος μας. Συναρπαστική η παρουσία της Βικτώριας Χαραλαμπίδου στο ρόλο της Νατάσας, όπως το ίδιο συναρπαστική ήταν πέρσι και η παρουσία του αδελφού της, Ανάσταση, με την ταινία του Ο κάτοικος της πόλης. Για μια φορά ακόμα ο... βετεράνος μικρομηκάς Αχιλλέας Κυριακίδης πέτυχε σε μόλις έξι λεπτά να περιγράψει με γραφή «ξυράφι» και νευρική αυτό που άλλοι -και όχι μόνο νεοσσοί- σπαταλούν σε υπερπολλαπλάσιο αριθμό του έξι. Ίσως η πιο μοντέρνα κα «αριστοκρατική» κινηματογράφηση που προβλήθηκε φέτος στη Δράμα.
Δύσκολο και επικίνδυνο το εγχείρημα να μπεις στα χωράφια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τους δρόμους του κινηματογράφου, απομιμούμενος το καταλυτικό βάρος του τραγικού λόγου. Συνεπώς, η προσπάθεια του Γιώργου Τζανέρη Η τροφός, επαινετή μόνο ως προς την οπτικοποίηση. Στην ερμηνεία προτιμήσαμε το άλαλο (μιλούσαν οι μετρημένες εκφράσεις) πρόσωπο της Γεωργίας Ανέστη.
Αν ο Στέργιος Νιζήρης ήταν ο Κουστουρίτσα, τότε ο «Λάθος Αιώνας» δεν θα ήταν μια «λάθος» ταινία. Το λογοπαίγνιο, εντούτοις, δεν μπορεί να παραβλέψει τον όγκο της προσπάθειας, ούτε τα επιμέρους ενδιαφέροντα στιγμιότυπα. Δεν είναι η μικρού μήκους ταινία που μπορεί να χωρέσει τόση φιλοδοξία. Αντίθετα, ο Βαγγέλης Μαδεράκης άπλωσε τα πλούτη (σεναριακά και σκηνοθετικά) ενός λαϊκού, σπαρταριστού «χοροδράματος» -σαν τέτοιο έδειξε- με την ταινία του Gohbi and God, γυρισμένη σ' ένα φτωχόδρομο του Λ. Άντζελες. Γεμάτη ιδέες, πλούσια (όχι σε κόστος) δοσμένες και αυθεντικά.
Ο Λευτέρης Χάριτος είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του. Γνωρίζει να χρησιμοποιεί τη μηχανή, να παίρνει δηλαδή απ' αυτή κι από τους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά της όσο λίγοι. Η Φλεγόμενη Στέλλα του στάθηκε μια ακόμα απόδειξη. Αιρετική στους τρόπους και από τις πιο προσωπικές της φετινής διοργάνωσης. Ατυχώς, όμως, η «φλεγόμενη» ηρωίδα της ταινίας «έσβησε» απρόσμενα, ακριβώς στο τέλος της ταινίας, τότε δηλαδή που φτιάχνονται ή «κλέβονται» οι εντυπώσεις από το κοινό. Χωρίς αμφιβολία, η ταινία της Κατερίνας Φιλιώτου Έλα να σου πω... στάθηκε η πιο δημοφιλής ταινία του φετινού φεστιβάλ. Για ορισμένους λόγους όχι άδικα. Έξυπνο, και αυτό που λέμε ψυχαγωγικό θέμα. Καλός χειρισμός, καλές ερμηνείες με καλύτερη αυτή της Ντίνας Μιχαηλίδη. Βέβαια, τηλεοπτικής καταγωγής η σκηνοθεσία - αν βέβαια αυτό, τώρα πλέον, σημαίνει τίποτα. Η ταινία (τηλεοπτική ή όχι) τρέχει εύκολα και χαρίζει άφθονο γέλιο. Ιχνηλατήσεις των τρόπων της ερωτικής ζωής σημερινών νέων, πιο σωστά της ερωτικής «άπνοιας», επιχειρεί με εντιμότητα η Νάνσυ Μπινιαδάκη στην ταινία της Πάντα χθες βράδυ. Μνήμες σύγχρονου γαλλικού σινεμά αλλά όχι από τις καλύτερες σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες ταινίες της. Αν, τέλος, υπάρχει κάτι απόλυτα ενδιαφέρον και δύσκολο στην ταινία της Εύης Καραμπάτσου Η κυρία των σκύλων («Νuestra senora de los Perros») είναι ότι αυτή η αυθεντική Ελληνίδα κατόρθωσε να κάνει μια ταινία στην Κούβα σαν να ήταν η ίδια γέννημα-θρέμμα Κουβανή. Και ασφαλώς όχι η μόνη αρετή αυτής της θαυμάσιας καταγραφής ηθογραφικού ψυχογραφήματος, ποιητικών περασμάτων αλλά και με σαφέστατους υπαινιγμούς (και όχι μόνο) σχολιασμούς για τη ζωή στη σημερινή Αβάνα.
Ελπίζουμε η γενναιοδωρία του Αντί να μας δώσει λίγο ακόμα χώρο στο επόμενο τεύχος προκειμένου να σχολιάσουμε σύντομα τις ταινίες Σπουδαστικού και του Πληροφοριακού όπως και κάποιες άλλες «νοσηρότες».