"Αντί" τεύχος 722 "Δάφνες και φρύγανα (Β)"
23ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ
Δάφνες και φρύγανα (Β')
Στο προηγούμενο τεύχος του Αντίπερα από μια γενική παρουσίαση της, κατά γενική παραδοχή, επιτυχημένης 23ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ, έστω κάτω από τα γνωστά προβλήματα της υλικής υποδομής, τον περισσότερο χώρο τον αφιερώσαμε -όπως τους άξιζε, άλλωστε- στις διαγωνιζόμενες ελληνικές ταινίες. Να κλείσουμε σήμερα το σημείο αυτό με τις ταινίες του Σπουδαστικού Τμήματος, επίσης διαγωνιζόμενες.
του Δημήτρη Χαρίτου
Ενδιαφέρον, λοιπόν, παρουσίασαν το Καλή τάπα καρφίτσα (περίεργος ο συνειρμός τον οποίο προκαλεί ο τίτλος με το Καλή πατρίδα σύντροφε, την γνωστή ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου), του Αλεξάνδρου Βούλγαρη και της αδελφής του Κωνσταντίνας Γιούπι - παιδιά του Παντελή Βούλγαρη (και της Ιωάννας Καρυστιάνη). Όλες μας οι ευχές για την πορεία τους. Σπαρταριστή καταγραφή -και αρκούντως για την ηλικία τους κυνική, γνώρισμα βέβαια περίπου γενικό της γενιάς τους -των ηθικοκοινωνικών ενδιαφερόντων (με κύριο άξονα τον έρωτα και τον ερωτισμό) που η ανέμελη ματιά τους εντοπίζει. Κάκιστος ο ήχος, ενώ ο διάλογος και στις δυο ταινίες ήταν σημαντικό στοιχείο. Στο Peacevill του Γ. Πιτσάκη την καλή υπόσχεση την έδωσε ο αξιοπρόσεχτος (εντούτοις ο θεατρικός, στα όρια μονόπρακτου) διάλογος. Και μόνο για το εξαίσιο τελικό πλάνο με τον καθρέφτη στη θάλασσα, άξιζε που διαγωνίσθηκαν τα Είδωλα του Μιχ. Σαβουδάκη. Η καλύτερη, όμως, ταινία του σπουδαστικού τμήματος (και από τις πλέον ενδιαφέρουσες της διοργάνωσης) ήταν αυτή του Σύλλα Τζουμέρκα Τα μάτια που τρώνε. Αφήγηση κινηματογραφική με νεύρο και προσωπικότητα. Οι δραματουργικές συγκρούσεις, οι συμπυκνώσεις και η υπαινικτικότητα αιφνιδίαζαν (θετικά) τον θεατή, παρασύροντας τον στην γκρίζα θλίψη και τα αδιέξοδα των δύο ηρωίδων. Λεπτομέρεια, βέβαια, αλλά ο φακός στάθηκε αδικαιολόγητα σκληρός στα κοντινά πάνω στο υπέροχο εκφραστικά πρόσωπο της Αμαλίας Μουτούση.
Μέχρι την προηγούμενη, 22η, διοργάνωση περιμέναμε να δούμε τα «λάθη» της Προκριματικής Επιτροπής, δηλαδή να ανακαλύψουμε ταινίες που αδικήθηκαν. Ατυχώς, από φέτος οι ταινίες τρίτης διαλογής, τις οποίες, εντούτοις, το Φεστιβάλ «φιλοξενούσε» σε μια πρωινή ζώνη που την αποκαλούσε «Ανοιχτή (σε τι;) Οθόνη», καταργήθηκε. Έτσι, «πλίνθοι και κέραμοι» όλα στα πληροφορικό τμήμα. Από αυτό τον αχταρμά, εμείς μόνο την ταινία Ο Clark Kent είναι ο Σούπερμαν του Αλέξη Αλεξίου θα την επιλέγαμε (επιεικώς) να διαγωνιστεί. Αν τυχόν ο σκηνοθέτης έτυχε να δει την ταινία της Fanny Jean-Noel Κάπου αλλού στο Διεθνές διαγωνιστικό, θα καταλάβαινε γιατί λέμε επιεικώς.
Αυτά με τις ταινίες μεν, αλλά η συνέχεια μ' αυτό το «Πληροφοριακό» -εξ ου και ο τίτλος... «Φρύγανα»- μας έχει κάτσει εδώ, στο στομάχι. Μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς γίνεται ένας Καλλιτεχνικός Διευθυντής να απεμπολεί το νόμιμο δικαίωμα του να εξαιρεί από την προβολή ταινία ή και ταινίες των οποίων η καλλιτεχνική ποιότητα, το αισθητικό ήθος (ασφαλώς και έχει ήθος η αισθητική) και το κοινωνικό τους υποδόμημα αγγίζουν τα όρια της ευτέλειας, της ηλίθιας απομίμησης, της χυδαίας πρόκλησης και της ιδεολογικής κουρελαρίας. Η κοινωνική καταγγελία (και στην πλέον ριζοσπαστική της στιγμή), η αμφισβήτηση, η υπέρβαση, το αισθάνεσαι αμέσως ότι στα «σωθικά» περιέχουν πνευματικό και αισθητικό έρμα. Προβολή της νοσηρότητας με δημόσια χρήματα είναι απαράδεκτη.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, σημαντικός αριθμός θεατών αισθάνθηκε απόγνωση για τα «κινηματογραφικά» εξεμέσματα που βλέπανε στην οθόνη. Ο διανοητικός φασισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Και το αίσθημα αυτό της ασφυξίας έφτανε στην κορύφωση του καθώς στην σκοτεινή αίθουσα ακούγονταν τα εκρηκτικά επιφωνήματα επιδοκιμασίας, που στη συντριπτική της πλειοψηφία την αποτελούσαν «ομότεχνοι»... «Αυγά φιδιών» ψιθύρισε ξένος θεατής.
Κατά τ' άλλα, οι «παράγοντες» κατά κανόνα δείχνουν το «ενεργό» ενδιαφέρον τους για τον κινηματογράφο μόνο στις πανηγυρικές ενάρξεις και τις λήξεις, με αφόρητες, μεγαλόστομες και σχοινοτενείς από του βήματος πομφόλυγες. Αποκλείεται να μην έχουν επίγνωση του τι κάνουν. Στη γιορτή της λήξης π.χ. -με εξαίρεση τον απολογιστικό χαιρετισμό του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Αντώνη Παπαδόπουλου και την απολαυστική παρέμβαση του Μάνου Ευστρατιάδη- όλοι οι άλλοι, μα όλοι οι άλλοι, καταταλαιπώρησαν τον κόσμο. Μα ούτε την τελετή των Όσκαρ από την τηλεόραση δεν έχουν δει; Ποιος θα τους θεραπεύσει από το μόνιμο προεκλογικό σύνδρομο που τους κατέχει;
Δάφνες και φρύγανα (Β')
Στο προηγούμενο τεύχος του Αντίπερα από μια γενική παρουσίαση της, κατά γενική παραδοχή, επιτυχημένης 23ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ, έστω κάτω από τα γνωστά προβλήματα της υλικής υποδομής, τον περισσότερο χώρο τον αφιερώσαμε -όπως τους άξιζε, άλλωστε- στις διαγωνιζόμενες ελληνικές ταινίες. Να κλείσουμε σήμερα το σημείο αυτό με τις ταινίες του Σπουδαστικού Τμήματος, επίσης διαγωνιζόμενες.
του Δημήτρη Χαρίτου
Ενδιαφέρον, λοιπόν, παρουσίασαν το Καλή τάπα καρφίτσα (περίεργος ο συνειρμός τον οποίο προκαλεί ο τίτλος με το Καλή πατρίδα σύντροφε, την γνωστή ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου), του Αλεξάνδρου Βούλγαρη και της αδελφής του Κωνσταντίνας Γιούπι - παιδιά του Παντελή Βούλγαρη (και της Ιωάννας Καρυστιάνη). Όλες μας οι ευχές για την πορεία τους. Σπαρταριστή καταγραφή -και αρκούντως για την ηλικία τους κυνική, γνώρισμα βέβαια περίπου γενικό της γενιάς τους -των ηθικοκοινωνικών ενδιαφερόντων (με κύριο άξονα τον έρωτα και τον ερωτισμό) που η ανέμελη ματιά τους εντοπίζει. Κάκιστος ο ήχος, ενώ ο διάλογος και στις δυο ταινίες ήταν σημαντικό στοιχείο. Στο Peacevill του Γ. Πιτσάκη την καλή υπόσχεση την έδωσε ο αξιοπρόσεχτος (εντούτοις ο θεατρικός, στα όρια μονόπρακτου) διάλογος. Και μόνο για το εξαίσιο τελικό πλάνο με τον καθρέφτη στη θάλασσα, άξιζε που διαγωνίσθηκαν τα Είδωλα του Μιχ. Σαβουδάκη. Η καλύτερη, όμως, ταινία του σπουδαστικού τμήματος (και από τις πλέον ενδιαφέρουσες της διοργάνωσης) ήταν αυτή του Σύλλα Τζουμέρκα Τα μάτια που τρώνε. Αφήγηση κινηματογραφική με νεύρο και προσωπικότητα. Οι δραματουργικές συγκρούσεις, οι συμπυκνώσεις και η υπαινικτικότητα αιφνιδίαζαν (θετικά) τον θεατή, παρασύροντας τον στην γκρίζα θλίψη και τα αδιέξοδα των δύο ηρωίδων. Λεπτομέρεια, βέβαια, αλλά ο φακός στάθηκε αδικαιολόγητα σκληρός στα κοντινά πάνω στο υπέροχο εκφραστικά πρόσωπο της Αμαλίας Μουτούση.
Μέχρι την προηγούμενη, 22η, διοργάνωση περιμέναμε να δούμε τα «λάθη» της Προκριματικής Επιτροπής, δηλαδή να ανακαλύψουμε ταινίες που αδικήθηκαν. Ατυχώς, από φέτος οι ταινίες τρίτης διαλογής, τις οποίες, εντούτοις, το Φεστιβάλ «φιλοξενούσε» σε μια πρωινή ζώνη που την αποκαλούσε «Ανοιχτή (σε τι;) Οθόνη», καταργήθηκε. Έτσι, «πλίνθοι και κέραμοι» όλα στα πληροφορικό τμήμα. Από αυτό τον αχταρμά, εμείς μόνο την ταινία Ο Clark Kent είναι ο Σούπερμαν του Αλέξη Αλεξίου θα την επιλέγαμε (επιεικώς) να διαγωνιστεί. Αν τυχόν ο σκηνοθέτης έτυχε να δει την ταινία της Fanny Jean-Noel Κάπου αλλού στο Διεθνές διαγωνιστικό, θα καταλάβαινε γιατί λέμε επιεικώς.
Αυτά με τις ταινίες μεν, αλλά η συνέχεια μ' αυτό το «Πληροφοριακό» -εξ ου και ο τίτλος... «Φρύγανα»- μας έχει κάτσει εδώ, στο στομάχι. Μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς γίνεται ένας Καλλιτεχνικός Διευθυντής να απεμπολεί το νόμιμο δικαίωμα του να εξαιρεί από την προβολή ταινία ή και ταινίες των οποίων η καλλιτεχνική ποιότητα, το αισθητικό ήθος (ασφαλώς και έχει ήθος η αισθητική) και το κοινωνικό τους υποδόμημα αγγίζουν τα όρια της ευτέλειας, της ηλίθιας απομίμησης, της χυδαίας πρόκλησης και της ιδεολογικής κουρελαρίας. Η κοινωνική καταγγελία (και στην πλέον ριζοσπαστική της στιγμή), η αμφισβήτηση, η υπέρβαση, το αισθάνεσαι αμέσως ότι στα «σωθικά» περιέχουν πνευματικό και αισθητικό έρμα. Προβολή της νοσηρότητας με δημόσια χρήματα είναι απαράδεκτη.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, σημαντικός αριθμός θεατών αισθάνθηκε απόγνωση για τα «κινηματογραφικά» εξεμέσματα που βλέπανε στην οθόνη. Ο διανοητικός φασισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Και το αίσθημα αυτό της ασφυξίας έφτανε στην κορύφωση του καθώς στην σκοτεινή αίθουσα ακούγονταν τα εκρηκτικά επιφωνήματα επιδοκιμασίας, που στη συντριπτική της πλειοψηφία την αποτελούσαν «ομότεχνοι»... «Αυγά φιδιών» ψιθύρισε ξένος θεατής.
Κατά τ' άλλα, οι «παράγοντες» κατά κανόνα δείχνουν το «ενεργό» ενδιαφέρον τους για τον κινηματογράφο μόνο στις πανηγυρικές ενάρξεις και τις λήξεις, με αφόρητες, μεγαλόστομες και σχοινοτενείς από του βήματος πομφόλυγες. Αποκλείεται να μην έχουν επίγνωση του τι κάνουν. Στη γιορτή της λήξης π.χ. -με εξαίρεση τον απολογιστικό χαιρετισμό του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Αντώνη Παπαδόπουλου και την απολαυστική παρέμβαση του Μάνου Ευστρατιάδη- όλοι οι άλλοι, μα όλοι οι άλλοι, καταταλαιπώρησαν τον κόσμο. Μα ούτε την τελετή των Όσκαρ από την τηλεόραση δεν έχουν δει; Ποιος θα τους θεραπεύσει από το μόνιμο προεκλογικό σύνδρομο που τους κατέχει;