"Αντί" τεύχος 747 "Έμαθαν πώς να το πουν, αλλά δεν ξέρουν τι να πουν"
Έμαθαν πώς να το πουν, αλλά δεν ξέρουν τι να πουν
Υπάρχουν ευκρινή σημάδια που δείχνουν ότι το δραμινό φεστιβάλ μπήκε για τα καλά στη φάση της ενηλικίωσης, ξεπερνώντας ακόμα και αυτόν τον ρητορικό (μαζί και ρομαντικό) χαρακτηρισμό του ως 8εσμού. Φυσικό αυτό, αφού σ' αυτή τη φάση, στο ώριμο σώμα της διοργάνωσης προσφύονται και οι «αμαρτίες» της. Αυτά έχουν οι «ωριμότητες»...
του Δημητρη Χαρίτου
Τούτη η διοργάνωση, που ξεκίνησε πριν 24 χρόνια με λογική την αδυναμία να προβλέψει σε βάθος χρόνου τη σημερινή «υπερτροφία της», είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει το χωρίς αμφιβολία χρήσιμο έργο της υπηρετώντας ταυτόχρονα τη δισυπόστατη φύση της: του «αγαπησιάρη» τροφού των νέων κινηματογραφιστών και του «μηχανισμού» εξυπηρέτησης αλλότριων προς την Έβδομη Τέχνη σκοπιμοτήτων. Ας πούμε, τίποτα το καινοφανές. «Όλη η Ελλάδα -κατά Διονύση- απέραντη παράγκα...». Αυτό πάντως που φτάνει στην αίσθηση και στα μάτια των πολλών, οι οποίοι, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έχουν κανένα λόγο να τα περνάνε όλα από το ψιλό κόσκινο, είναι ότι πρόκειται για ένα καλοκουρδισμένο μηχανισμό παραγωγής έργου. Να το ξαναπούμε κι αλλιώς· από την πρωτοβουλία του Αλέξη Δερμεντζόγλου και του Θωμά Γεωργόπουλου πριν 24 χρόνια, μέχρι αυτό που συμβαίνει σήμερα, η απόσταση είναι όντως εντυπωσιακή. Κάτι η συγκυρία, κάτι οι προσεκτικές και μετριοπαθείς κινήσεις (του καλλιτεχνικού επιτελείου του φεστιβάλ) και κάτι η αρμονική (όπως αυτό τουλάχιστον βγαίνει προς τα έξω) συνεργασία των κορυφαίων συντελεστών της διοργάνωσης μοιάζει να είναι η απάντηση.
Του χρόνου που θα γιορταστεί το πρώτο τέταρτο του αιώνα της ζωής αυτής της οπωσδήποτε ολοζώντανης διοργάνωσης, η «φαρέτρα» της κριτικής θα έχει πολλή δουλειά αναδράμοντας. Επί του παρόντος αυτό που ενδιαφέρει πιο πολύ είναι οι ταινίες, οι φετινές ταινίες. Να ξαναθυμηθούμε το πλήθος των «κινουμένων» εικόνων που είδαμε, έτσι μήπως και ξεχάσουμε την «ακίνητη» π.χ. εικόνα της άθλιας αίθουσας των «Αστεριών», ίδιας και απαράλλακτης όπως τη θυμόμαστε από τα εγκαίνια της το χειμώνα του 1957.
Είναι φυσικό το ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα ταινιών μυθοπλασίας να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του κοινού, ντόπιου και καλεσμένων. Έχει πια εμπεδωθεί η αίσθηση ότι η μικρού μήκους ταινία δεν είναι πια το «νήπιο» που προσδοκά τη μελλοντική εξέλιξη της σε μεγάλου μήκους. Έχει τη δική της αυταξία και αυτοπροτείνεται ως ολοκληρωμένο έργο (ενίοτε) τέχνης. Σημαντικός αριθμός από αυτές αμιλλάται κατασκευαστικά τις μεγάλου μήκους δημιουργίες των πιο γνωστών ελληνικών ονομάτων. Έτσι δικαιολογημένη ήταν, καθώς κυλούσαν οι μέρες των προβολών, η συρροή θεατών στην αίθουσα προβολής. Ασφυκτικές πιένες που ούτε το «Ολύμπιον 1» στη μεγάλη αδελφή διοργάνωση της Θεσσαλονίκης δεν έχει αξιωθεί. Η δραμινή μικραδελφή διαθέτει πλέον micro star πραγματικότητα με την ανάλογη αίγλη κι ας την σνομπάρουν οι γκλαμουράτοι επώνυμοι των αθηναϊκών ΜΜΕ. Βέβαια οι συγκρίσεις και οι διαπιστώσεις περιορίζονται αυστηρά μέχρι εδώ.
Να δούμε λοιπόν πόσο το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες. Εικοσιέξι ταινίες στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα είχαν ως παραγωγό τους: Δέκα την ΕΡΤ, πέντε το ΕΚΚ, τέσσερις από κοινού το ΕΚΚ και την ΕΡΤ, ενώ επτά (αυτό είναι το σημαντικό) ήταν ανεξάρτητες παραγωγές. Ένα πρώτο, αβίαστο συμπέρασμα λέει ότι η από πέρσι παρέμβαση της ΕΡΤ στην παραγωγή ταινιών μικρού μήκους έδωσε μιαν άλλη δυναμική στο είδος, ενώ το ΕΚΚ εξακολουθεί τα διστακτικά του βήματα σε μια περιοχή που όφειλε να έχει το προβάδισμα. Οι πιο πάνω αριθμοί συμπληρώνονται με δυο ακόμα ταινίες του ΕΚΚ και άλλες δυο της ΕΡΤ στο πληροφοριακό, ενώ μια σπουδαστική δήλωσε συμπαραγωγή ΕΚΚ και ΕΡΤ. Περίεργο!
Τα δυσάρεστα ακολουθούν. Γιατί όχι μόνο από τα βραβεία που απένειμε μια από τις καλύτερες κριτικές επιτροπές των τελευταίων χρόνων αλλά και από τη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων του κινηματογραφικού χώρου που συμφώνησαν, φάνηκε ότι ελάχιστες ήταν οι ταινίες που μας χάρισαν ευεξία με το αφηγηματικό και το αισθητικό τους ήθος. Κανείς δεν διαφώνησε στο ότι όλες σχεδόν οι ταινίες, λίγο-πολύ, ήταν κατασκευαστικά άρτιες· το περιεχόμενο τους ήταν που μας βύθισε σε βαθύ σκεπτικισμό. Αν όλοι αυτοί οι νέοι δημιουργοί είχαν κάτι αξιόλογο να αφηγηθούν, θα μιλούσαμε για τη «μεγάλη κυοφορία» του ελληνικού κινηματογράφου. Αντίθετα, μας «έπνιξαν» σε ιστορίες ασήμαντες, ανόητες, με σπατάλη κόπου, χρημάτων και δεξιοτεχνίας για σεναριακά φληναφήματα, ενώ έξω από τον περίκλειστο, ομφαλοσκοπικό τους κόσμο σφύζει η ζωή, αυτή που την συνιστούν οι πρωτογενείς αξίες, η αμφισβήτηση, ο ριζοσπαστισμός, η κριτική παρέμβαση και κυρίως το συλλογικό ήθος. Μας καταβύθισαν σε ένα σινεμά χυδαίο, παραδομένο σε κάθε είδους εθισμό και πάνω απ' όλα απορφανισμένο από έρωτα. Μέσα στις εικοσιέξι ταινίες του διαγωνιστικού δεν υπήρχε ούτε μια ερωτική! Χάθηκε ο έρωτας από τις ταινίες των νέων. Και απομένει τι; Να τις δούμε λοιπόν από κοντά. Μόνο επτά από αυτές δικαιούνται, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία τους, τον έπαινο.
Την πρώτη θέση στην εκτίμηση (αλλά και στην καρδιά) μας τη δικαιούται ο Γκόγκος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Παναγιώτη Φαφούτη. Η ζωή αποκαλύπτει την ομορφιά της στις πιο απλουστευτικές εκδοχές της, μέσα από το λιτό εύρημα. Τα τραπεζομάντιλα που ο γυρολόγος δοσατζής Γκόγκος πουλάει στη Βασιλική, τη νεαρή σύζυγο του Αργύρη, για τα τραπέζια του οινομαγειρείου που έχουν στην επαρχία για να ταΐζουν τους διερχόμενους οδηγούς φορτηγών, γίνεται το «κλειδί» για να ανθίσει η φαντασία και να γεμίσει η οθόνη τρυφερότητα, ιδέες αφηγηματικές, χειρονομίες μιας πλούσιας καθημερινότητας που προσφέρονται για δημιουργική κινηματογράφηση. Χάρη χρωστάμε στη Μαρία Σκουλά για την ιδανική ενσάρκωση που έκανε της Βασιλικής. Ο Γκόγκος είναι η συνέχεια της περσινής επιτυχίας της Κατερίνας Φιλιώτου Έλα να σου πω... Να θυμίσουμε μόνο ότι αυτή η ταινία δώρο ήταν ανεξάρτητη παραγωγή!
Το Φουστάνι της Μόνικας Βαξεβάνη συμπλέει, έστω και με κάποιες διαφορές, με την προηγούμενη ταινία. Δεκαετία του '50 στη Δραπετσώνα. Η Καίτη τελειώνει το Γυμνάσιο· παρότι προικισμένη μαθήτρια, το ξέρει ότι η δεσποτική μάνα της δεν πρόκειται να την αφήσει να προχωρήσει σε πιο πάνω σπουδές. Κάτι σαν πρώιμη... Αφγανή. Τα γενέθλια μιας συμμαθήτριας και η μεταποίηση του φουστανιού από τον αρραβώνα της μάνας στα μέτρα της κόρης θα συμβολοποιήσει μια αυθεντική ανταρσία. Μια λίγο-πολύ καλή μίμηση ηθογραφικού κινηματογράφου της αντίστοιχης δεκαετίας που μας την κάνανε αποδεκτή η σπουδαία ερμηνεία της Μαρίας Κεχαγιόγλου και το «ηφαιστειακό» πρόσωπο της άγνωστης μας Ζωής Μαυρουδή. Η ταινία εκρήγνυται από τη στιγμή που η Καίτη ανακαλύπτει ότι η μάνα της, της εξαφάνισε τον προσωπικό της «θησαυρό» από τη φτωχή βαλίτσα της. Ένα τέταρτο ταινίας που μπορούσε να δεχτεί την υπογραφή ακόμα και του Δαμιανού. Χρόνια είχε ο κινηματογράφος μας (ο μεγάλου μήκους) να μας δώσει τέτοιο δυνατό δείγμα γραφής.
Το See nο Ενil του Άρη Μπαφαλούκα αγαπήθηκε πολύ από το κοινό του Φεστιβάλ. Δικαίως. Ένας παππούς και η εγγονή του βγαίνουν στο πάρκο για την καθημερινή τους βόλτα. Το παιχνίδι καταλήγει πρόωρα μοιραίο. Η μικρή εγγονή υποχρεώνεται να «θητεύσει» στη μεγάλη μύηση του Μεγίστου Μαθήματος. Η κινηματογραφική απόδοση μέσα από στιγμιότυπα προσεκτικής προόδου ενός προαποφασισμένου αδιεξόδου. Ένας νεκρός παππούς και ένα νεκρό πουλί, ένα συνταρακτικό εκκρεμές που το διατρέχει μια αυθεντική Ελληνίδα «Πονέτ» (ποιος τη θυμάται;). Η ταινία κερδίζει επιπρόσθετα από την υψηλή αισθητική της, τους χώρους που τους κατέκτησε μοναδικά ο φακός του Οδυσσέα Παυλόπουλου.
Έξι μόνο λεπτά της ώρας χρειάστηκε η Σταυρούλα θεοδωράτου (περσινή θριαμβεύτρια με το θολό ποτάμι) για να μας μπάσει στο υπαρξιακό αδιέξοδο των σελίδων του Κάφκα. Έτσι τουλάχιστον το εισπράξαμε οι θεατές. Ανεπαισθήτως. Ασχετα από τις προθέσεις, άσχετα από κίνητρα ή πρόνοια, η κατάληξη είναι μια παγερή καταδίκη· το αντίτιμο της Ελεύθερης εισόδου είναι κοινό. Από τη σπαρταριστή κωμωδία Κοντό, στενό και μαύρο του 1996 μέχρις εδώ είναι εντυπωσιακά μεγάλη η διαδρομή.
Ανεξάρτητη είναι και η παραγωγή της ταινίας του Σωκράτη Κόλλα Μια προσπάθεια ακόμη. Να τι ονομάζουμε χρήσιμο κινηματογράφο. Μια ώθηση προς τη ζωή, μέσα από την παραδοχή ότι ο εξαρτημένος, νέος άντρας δεν είναι μια φιγούρα-παγίδα από τον κολασμένο κόσμο των ναρκωτικών. Ούτε επαινεί, ούτε καταριέται. Προσπαθεί... Αποκάλυψη ο Γιώργος Στριφτάρης στο βασικό ρόλο. Πολύ μεγάλη ηθοποιία. Η φιγούρα και οι τρόποι του θύμιζαν το μεγάλο πορτογάλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Ζοάο Μοντέιρο. Σήκωσε την ταινία επάνω του, δίνοντας της βάθος και ήθος.
Είναι απίστευτο. Μόλις 21 χρονών η Κωνσταντίνο Βούλγαρη σε μόλις ενός χρόνου διάστημα, διέτρεξε την απόσταση από την ανάλαφρη κωμωδιούλα Youpi μέχρι ετούτο το ώριμο τοπιογράφημα ανθρώπινων συμπεριφορών και αισθημάτων. Τι μεγάλη υπόσχεση μας έδωσε αυτό το νέο κορίτσι. Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και Ιεροκλής Μιχαηλίδης... τρισδιάστατα πιστευτοί χαρακτήρες. Να πούμε και τούτο: καλά η σκηνοθεσία, εκείνο που σε «κουφαίνει» είναι ότι και το σενάριο είναι δικό της.
Μια από τις χαρές που συχνά μας επιφυλάσσει το Φεστιβάλ της Δράμας είναι το απρόσμενο. Τούτη τη φορά μας ήρθε από την περιοχή της animation. Ότι είναι ταξίδι ο τίτλος, και δημιουργός ο Σπύρος Πολυμερής. Μαθηματικός με ειδίκευση στα πολυμέσα. Ο Δον Κιχώτης και πίνακες του Βαν Γκογκ και 13 λεπτά κινούμενα ψηφιακά σχέδια. Ένα αποτέλεσμα εντυπωσιακό, με τόλμη στη σεναριακή σύλληψη, ευγένεια καλλιτεχνική στο χειρισμό και γνώση άψογη του μέσου.
Ακολούθησε μια σειρά από ταινίες που δεν τους έλειπαν ούτε οι καλές προθέσεις, ούτε επιμέρους στοιχεία, όπως π.χ. το Μόνος2 του Μάνου Κουάνη. Με αφορμή τα κινητικά προβλήματα ενός νέου που ζει στην Αθήνα, διακωμωδείται η εχθρική εικόνα της πόλης προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Ευρηματικό το σενάριο και η κινηματογράφηση του Trip to Venice της Χριστίνας Χατζηχαραλάμπους. Έχουμε όμως την εντύπωση πως όταν φθάνει το ζευγάρι των Τσέχων στην Ιταλία η ταινία αλλάζει ποιοτικά κλίμα στην αφήγηση. Κάτι ψευτίζει. Δεν πιστεύουμε ούτε στη σκοπιμότητα, ούτε στο αποτέλεσμα της μεταφοράς έργων της λογοτεχνίας στην οθόνη. Το είδαμε για μια ακόμη φορά και στον Τελευταίο Ταμπάκο σε σενάριο και σκηνοθεσία του καλού ντοκιμαντερίστα Λευτέρη Δα-νίκα. Η ταινία ήταν μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου διηγήματος του Δ. Χατζή, θεατρική, ηθογραφική σχηματικότητα, με καλές στιγμές. Ζημιά η παρεμβολή του παραλοϊσμένου, ενώ ο νεκρός που... ανάσαινε οδηγούσε σε λάθος εντύπωση για την τελική έκβαση. Δυστυχώς, τα Μικρά Πρελούδια δεν επαναλήφθηκαν. Το Νανούρισμα περιέγραψε
τον κίνδυνο η θαυμάσια κινηματογραφική γραφή του Βαγγέλη Καλαμπάκα να γίνει μανιέρα. Η γνωστή, ευαίσθητη μανιέρα από χρώματα, ήχους, φωτισμούς αλλά και σεναριακή αφαίρεση που έφτανε στην ασάφεια. Ο κινηματογράφος που επεδίωξε να υπηρετήσει ο Βασίλης Γιάτσης είναι επιθυμητός, αρκεί να μπορεί ο ρεαλισμός να συγκρατείται και να μη διολισθαίνει σε γραφικές υπερβολές που τόσο εύκολα ταιριάζουν στην τηλεοπτική λογική και αισθητική.
Η Σκληρή μηχανή είχε εντιμότητα στις προθέσεις της (και είναι σημαντικό αυτό στην τέχνη) αλλά συναισθηματοποίησε υπερβολικά το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Άντρες (ρημέικ ανάλογου θέματος από τη σπουδαία ταινία του Πασκάλιεβιτς Πυριτιδαποθήκη που είδαμε πρόπερσι) του Αντώνη Κιούκας δεν είναι το μέτρο ούτε του ταλέντου, ούτε των δυνατοτήτων του. Η καλή, πραγματικά καλή, κατασκευή της ταινίας του δεν αρκεί.
Είναι κάποιες ταινίες που όταν τελειώνουν δεν σου αφήνουν ούτε θετική, ούτε αρνητική γεύση. Σέβεσαι την προσπάθεια των ανθρώπων που τις έφτιαξαν, αλλά έχουν την (ανθρώπινη) αδυναμία να τις ξεχνάς γρήγορα. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την Algorhythm του Θεόφιλου Παπαστυλιανού, την Εκτροπή του Βασίλη Γρηγορόπουλου, τα Σκοτεινά διαστήματα του Κωστή Μεγαπάνου (τόσος όγκος δουλειάς για το τίποτα) ή το Αντίο του δραμινού Σίμου Κοροξενίδη (έστω κι αν ένα δυο από τα στιγμιότυπα του τρυφερά και καλοφτιαγμένα).
Τέλος υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός ταινιών στις οποίες η στήλη αυτή δεν θα 'θελε να αναφερθεί ξεχωριστά. Στον πρόλογο ετούτης της γραφής περιγράφτηκε η γενική εντύπωση από ένα πλέγμα παρεξήγησης μέσων και σκοπών, νοσηρότητας ή επίδειξης άχρηστης κατασκευαστικής βιρτουοζιτέ. Οι ταινίες στις οποίες αρνούμεθα να αναφερθούμε σχολαστικά (άλλοτε για παρεμφερείς και άλλοτε για τους ίδιους λόγους) είναι οι: Συνεχίζεται του Γ. Κύρτση, Οι άντρες δεν κλαίνε του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, Το κόστος του παιχνιδιού του Μίλτου Πηλαλητού, Απότομο Φρενάρισμα του Πέτρου Συλβέστρου, Κάνε όρεξη της Μαρίας Λάφη. Είναι γρουσουζιά να δεις τη νύφη πριν το γάμο του Γιάννη Γαϊτανίδη, Ο άντρας της διπλανής πόρτας του Αλέξανδρου Λούκου, Hot Dogs του Δημήτρη Παντελιά και Τα γκαρσόνια στα αναψυκτήρια του Αντώνη Σαμουράκη. Η στάση αυτή δεν αποτελεί κρίση της (όποιας) ικανότητας των πιο πάνω δημιουργούν αλλά στάση απέναντι στο συγκεκριμένο φετινό αποτέλεσμα. * * *
Το ντοκιμαντέρ δεν είχε μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά μικρή παρουσία. Με πέντε (!) φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα και οι μικρομηκάδες μας χάνονται σε βλακώδεις μυθοδυσπλασίες. Από τις πέντε ταινίες τεκμηρίωσης που διαγωνίσθηκαν στη φετινή διοργάνωση μόνο η Νόνα της Αγγέλας Μυλωνάκη και η Γη των ανθρώπων του Ιωάννη Χριστόφορου ξεχώρισαν. Η πρώτη χειρίστηκε ένα θέμα προσωπικό μεν, αλλά κουρασμένο (λόγω συχνής επανάληψης στην οθόνη). Οι μνήμες και η θυμοσοφία της γιαγιάς της παρουσιαστικά με πλεονάζοντα τρόπο και κάποια δόση φιλοσοφικής κοινοτοπίας. Πιο στιβαρός ο Χριστόφορου στη «γραφή» του, αλλά σε δέκα λεπτά δεν προσεγγίζεται ο Saint-Exupery. Ατυχώς η Τρέλα του Αιώνα του Πιέρρου Ανδρακάκου δεν μας θύμισε τη γεμάτη σπιρτάδα και υποσχέσεις ταινία του, του 1999 (θα ταΐσεις το ψάρι μου;}. Τον περιμένουμε.
Το τμήμα των σπουδαστικών ταινιών παραμένει ένα «φορτίο» για το Φεστιβάλ της Δράμας. Φετινή απόδειξη: από τις 34 ταινίες που υποβλήθηκαν στη διαδικασία της πρόκρισης μόνο 6 (!) προτάθηκαν για να διαγωνισθούν. Η σύνθεση και το κύρος της Προκριματικής Επιτροπής μας πείθουν για το αποτέλεσμα. Όσο αξιόλογος κι αν ήταν ο μέσος όρος του κυρίως διαγωνιστικού τμήματος (τουλάχιστον κατασκευαστικά), δεν μπορεί να καλύψει το γεγονός ότι μόνο το 15% του φετινού σπουδαστικού προϊόντος διεσώθη. Πολλές οι αιτίες και όχι μόνο οι σχολές. Πίσω από τέτοιες πραγματικότητες ζωγραφίζεται το κοινωνικό πλέγμα που τις παράγει. Έχουμε τη γνώμη ότι μόνο η ταινία της Μελπομένης Τσαρουχά Τι κοιτάς; διέθετε ελπιδοφόρα στοιχεία. Γνήσια αίσθηση του κωμικού στιγμιότυπου. Με οικονομία και ευθύβολο, αλλά και με σωστή σεναριακή έξοδο. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν αντιληφθήκαμε τι χρειαζόντουσαν 6 (!) σεναριογράφοι για μια μόλις 6 λεπτών ταινία. Αναφερόμαστε στον Καθρέφτη του Θοδωρή Μάτσκα.
Αυτό βέβαια δεν πάει να πει ότι η ταινία δεν ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση χειρισμού με εικόνες υπαρξιακών προβλημάτων όπως είναι ο χρόνος, η βιολογική φθορά και το καταφύγιο της μνήμης. Μας έμεινε ακόμα (με το άλλοθι του σπουδαστικού) το ασπρόμαυρο νεοϋορκέζικο Το γάντι του Θανάση Σαράντου. Τίποτε άλλο.
Μας απόμειναν το ιδιόμορφο τμήμα «Οι Έλληνες του κόσμου», και το καθαυτό διεθνές τμήμα του δραμινού φεστιβάλ. Ένας σύντομος επίλογος ασφαλώς και έχει νόημα. Ελπίζουμε ότι η εγνωσμένη αγάπη του Αντί τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους του θα παραχωρήσει λίγο ακόμα από τον πολύτιμο χώρο του στο επόμενο τεύχος.
Υπάρχουν ευκρινή σημάδια που δείχνουν ότι το δραμινό φεστιβάλ μπήκε για τα καλά στη φάση της ενηλικίωσης, ξεπερνώντας ακόμα και αυτόν τον ρητορικό (μαζί και ρομαντικό) χαρακτηρισμό του ως 8εσμού. Φυσικό αυτό, αφού σ' αυτή τη φάση, στο ώριμο σώμα της διοργάνωσης προσφύονται και οι «αμαρτίες» της. Αυτά έχουν οι «ωριμότητες»...
του Δημητρη Χαρίτου
Τούτη η διοργάνωση, που ξεκίνησε πριν 24 χρόνια με λογική την αδυναμία να προβλέψει σε βάθος χρόνου τη σημερινή «υπερτροφία της», είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει το χωρίς αμφιβολία χρήσιμο έργο της υπηρετώντας ταυτόχρονα τη δισυπόστατη φύση της: του «αγαπησιάρη» τροφού των νέων κινηματογραφιστών και του «μηχανισμού» εξυπηρέτησης αλλότριων προς την Έβδομη Τέχνη σκοπιμοτήτων. Ας πούμε, τίποτα το καινοφανές. «Όλη η Ελλάδα -κατά Διονύση- απέραντη παράγκα...». Αυτό πάντως που φτάνει στην αίσθηση και στα μάτια των πολλών, οι οποίοι, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έχουν κανένα λόγο να τα περνάνε όλα από το ψιλό κόσκινο, είναι ότι πρόκειται για ένα καλοκουρδισμένο μηχανισμό παραγωγής έργου. Να το ξαναπούμε κι αλλιώς· από την πρωτοβουλία του Αλέξη Δερμεντζόγλου και του Θωμά Γεωργόπουλου πριν 24 χρόνια, μέχρι αυτό που συμβαίνει σήμερα, η απόσταση είναι όντως εντυπωσιακή. Κάτι η συγκυρία, κάτι οι προσεκτικές και μετριοπαθείς κινήσεις (του καλλιτεχνικού επιτελείου του φεστιβάλ) και κάτι η αρμονική (όπως αυτό τουλάχιστον βγαίνει προς τα έξω) συνεργασία των κορυφαίων συντελεστών της διοργάνωσης μοιάζει να είναι η απάντηση.
Του χρόνου που θα γιορταστεί το πρώτο τέταρτο του αιώνα της ζωής αυτής της οπωσδήποτε ολοζώντανης διοργάνωσης, η «φαρέτρα» της κριτικής θα έχει πολλή δουλειά αναδράμοντας. Επί του παρόντος αυτό που ενδιαφέρει πιο πολύ είναι οι ταινίες, οι φετινές ταινίες. Να ξαναθυμηθούμε το πλήθος των «κινουμένων» εικόνων που είδαμε, έτσι μήπως και ξεχάσουμε την «ακίνητη» π.χ. εικόνα της άθλιας αίθουσας των «Αστεριών», ίδιας και απαράλλακτης όπως τη θυμόμαστε από τα εγκαίνια της το χειμώνα του 1957.
Είναι φυσικό το ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα ταινιών μυθοπλασίας να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του κοινού, ντόπιου και καλεσμένων. Έχει πια εμπεδωθεί η αίσθηση ότι η μικρού μήκους ταινία δεν είναι πια το «νήπιο» που προσδοκά τη μελλοντική εξέλιξη της σε μεγάλου μήκους. Έχει τη δική της αυταξία και αυτοπροτείνεται ως ολοκληρωμένο έργο (ενίοτε) τέχνης. Σημαντικός αριθμός από αυτές αμιλλάται κατασκευαστικά τις μεγάλου μήκους δημιουργίες των πιο γνωστών ελληνικών ονομάτων. Έτσι δικαιολογημένη ήταν, καθώς κυλούσαν οι μέρες των προβολών, η συρροή θεατών στην αίθουσα προβολής. Ασφυκτικές πιένες που ούτε το «Ολύμπιον 1» στη μεγάλη αδελφή διοργάνωση της Θεσσαλονίκης δεν έχει αξιωθεί. Η δραμινή μικραδελφή διαθέτει πλέον micro star πραγματικότητα με την ανάλογη αίγλη κι ας την σνομπάρουν οι γκλαμουράτοι επώνυμοι των αθηναϊκών ΜΜΕ. Βέβαια οι συγκρίσεις και οι διαπιστώσεις περιορίζονται αυστηρά μέχρι εδώ.
Να δούμε λοιπόν πόσο το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες. Εικοσιέξι ταινίες στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα είχαν ως παραγωγό τους: Δέκα την ΕΡΤ, πέντε το ΕΚΚ, τέσσερις από κοινού το ΕΚΚ και την ΕΡΤ, ενώ επτά (αυτό είναι το σημαντικό) ήταν ανεξάρτητες παραγωγές. Ένα πρώτο, αβίαστο συμπέρασμα λέει ότι η από πέρσι παρέμβαση της ΕΡΤ στην παραγωγή ταινιών μικρού μήκους έδωσε μιαν άλλη δυναμική στο είδος, ενώ το ΕΚΚ εξακολουθεί τα διστακτικά του βήματα σε μια περιοχή που όφειλε να έχει το προβάδισμα. Οι πιο πάνω αριθμοί συμπληρώνονται με δυο ακόμα ταινίες του ΕΚΚ και άλλες δυο της ΕΡΤ στο πληροφοριακό, ενώ μια σπουδαστική δήλωσε συμπαραγωγή ΕΚΚ και ΕΡΤ. Περίεργο!
Τα δυσάρεστα ακολουθούν. Γιατί όχι μόνο από τα βραβεία που απένειμε μια από τις καλύτερες κριτικές επιτροπές των τελευταίων χρόνων αλλά και από τη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων του κινηματογραφικού χώρου που συμφώνησαν, φάνηκε ότι ελάχιστες ήταν οι ταινίες που μας χάρισαν ευεξία με το αφηγηματικό και το αισθητικό τους ήθος. Κανείς δεν διαφώνησε στο ότι όλες σχεδόν οι ταινίες, λίγο-πολύ, ήταν κατασκευαστικά άρτιες· το περιεχόμενο τους ήταν που μας βύθισε σε βαθύ σκεπτικισμό. Αν όλοι αυτοί οι νέοι δημιουργοί είχαν κάτι αξιόλογο να αφηγηθούν, θα μιλούσαμε για τη «μεγάλη κυοφορία» του ελληνικού κινηματογράφου. Αντίθετα, μας «έπνιξαν» σε ιστορίες ασήμαντες, ανόητες, με σπατάλη κόπου, χρημάτων και δεξιοτεχνίας για σεναριακά φληναφήματα, ενώ έξω από τον περίκλειστο, ομφαλοσκοπικό τους κόσμο σφύζει η ζωή, αυτή που την συνιστούν οι πρωτογενείς αξίες, η αμφισβήτηση, ο ριζοσπαστισμός, η κριτική παρέμβαση και κυρίως το συλλογικό ήθος. Μας καταβύθισαν σε ένα σινεμά χυδαίο, παραδομένο σε κάθε είδους εθισμό και πάνω απ' όλα απορφανισμένο από έρωτα. Μέσα στις εικοσιέξι ταινίες του διαγωνιστικού δεν υπήρχε ούτε μια ερωτική! Χάθηκε ο έρωτας από τις ταινίες των νέων. Και απομένει τι; Να τις δούμε λοιπόν από κοντά. Μόνο επτά από αυτές δικαιούνται, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία τους, τον έπαινο.
Την πρώτη θέση στην εκτίμηση (αλλά και στην καρδιά) μας τη δικαιούται ο Γκόγκος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Παναγιώτη Φαφούτη. Η ζωή αποκαλύπτει την ομορφιά της στις πιο απλουστευτικές εκδοχές της, μέσα από το λιτό εύρημα. Τα τραπεζομάντιλα που ο γυρολόγος δοσατζής Γκόγκος πουλάει στη Βασιλική, τη νεαρή σύζυγο του Αργύρη, για τα τραπέζια του οινομαγειρείου που έχουν στην επαρχία για να ταΐζουν τους διερχόμενους οδηγούς φορτηγών, γίνεται το «κλειδί» για να ανθίσει η φαντασία και να γεμίσει η οθόνη τρυφερότητα, ιδέες αφηγηματικές, χειρονομίες μιας πλούσιας καθημερινότητας που προσφέρονται για δημιουργική κινηματογράφηση. Χάρη χρωστάμε στη Μαρία Σκουλά για την ιδανική ενσάρκωση που έκανε της Βασιλικής. Ο Γκόγκος είναι η συνέχεια της περσινής επιτυχίας της Κατερίνας Φιλιώτου Έλα να σου πω... Να θυμίσουμε μόνο ότι αυτή η ταινία δώρο ήταν ανεξάρτητη παραγωγή!
Το Φουστάνι της Μόνικας Βαξεβάνη συμπλέει, έστω και με κάποιες διαφορές, με την προηγούμενη ταινία. Δεκαετία του '50 στη Δραπετσώνα. Η Καίτη τελειώνει το Γυμνάσιο· παρότι προικισμένη μαθήτρια, το ξέρει ότι η δεσποτική μάνα της δεν πρόκειται να την αφήσει να προχωρήσει σε πιο πάνω σπουδές. Κάτι σαν πρώιμη... Αφγανή. Τα γενέθλια μιας συμμαθήτριας και η μεταποίηση του φουστανιού από τον αρραβώνα της μάνας στα μέτρα της κόρης θα συμβολοποιήσει μια αυθεντική ανταρσία. Μια λίγο-πολύ καλή μίμηση ηθογραφικού κινηματογράφου της αντίστοιχης δεκαετίας που μας την κάνανε αποδεκτή η σπουδαία ερμηνεία της Μαρίας Κεχαγιόγλου και το «ηφαιστειακό» πρόσωπο της άγνωστης μας Ζωής Μαυρουδή. Η ταινία εκρήγνυται από τη στιγμή που η Καίτη ανακαλύπτει ότι η μάνα της, της εξαφάνισε τον προσωπικό της «θησαυρό» από τη φτωχή βαλίτσα της. Ένα τέταρτο ταινίας που μπορούσε να δεχτεί την υπογραφή ακόμα και του Δαμιανού. Χρόνια είχε ο κινηματογράφος μας (ο μεγάλου μήκους) να μας δώσει τέτοιο δυνατό δείγμα γραφής.
Το See nο Ενil του Άρη Μπαφαλούκα αγαπήθηκε πολύ από το κοινό του Φεστιβάλ. Δικαίως. Ένας παππούς και η εγγονή του βγαίνουν στο πάρκο για την καθημερινή τους βόλτα. Το παιχνίδι καταλήγει πρόωρα μοιραίο. Η μικρή εγγονή υποχρεώνεται να «θητεύσει» στη μεγάλη μύηση του Μεγίστου Μαθήματος. Η κινηματογραφική απόδοση μέσα από στιγμιότυπα προσεκτικής προόδου ενός προαποφασισμένου αδιεξόδου. Ένας νεκρός παππούς και ένα νεκρό πουλί, ένα συνταρακτικό εκκρεμές που το διατρέχει μια αυθεντική Ελληνίδα «Πονέτ» (ποιος τη θυμάται;). Η ταινία κερδίζει επιπρόσθετα από την υψηλή αισθητική της, τους χώρους που τους κατέκτησε μοναδικά ο φακός του Οδυσσέα Παυλόπουλου.
Έξι μόνο λεπτά της ώρας χρειάστηκε η Σταυρούλα θεοδωράτου (περσινή θριαμβεύτρια με το θολό ποτάμι) για να μας μπάσει στο υπαρξιακό αδιέξοδο των σελίδων του Κάφκα. Έτσι τουλάχιστον το εισπράξαμε οι θεατές. Ανεπαισθήτως. Ασχετα από τις προθέσεις, άσχετα από κίνητρα ή πρόνοια, η κατάληξη είναι μια παγερή καταδίκη· το αντίτιμο της Ελεύθερης εισόδου είναι κοινό. Από τη σπαρταριστή κωμωδία Κοντό, στενό και μαύρο του 1996 μέχρις εδώ είναι εντυπωσιακά μεγάλη η διαδρομή.
Ανεξάρτητη είναι και η παραγωγή της ταινίας του Σωκράτη Κόλλα Μια προσπάθεια ακόμη. Να τι ονομάζουμε χρήσιμο κινηματογράφο. Μια ώθηση προς τη ζωή, μέσα από την παραδοχή ότι ο εξαρτημένος, νέος άντρας δεν είναι μια φιγούρα-παγίδα από τον κολασμένο κόσμο των ναρκωτικών. Ούτε επαινεί, ούτε καταριέται. Προσπαθεί... Αποκάλυψη ο Γιώργος Στριφτάρης στο βασικό ρόλο. Πολύ μεγάλη ηθοποιία. Η φιγούρα και οι τρόποι του θύμιζαν το μεγάλο πορτογάλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Ζοάο Μοντέιρο. Σήκωσε την ταινία επάνω του, δίνοντας της βάθος και ήθος.
Είναι απίστευτο. Μόλις 21 χρονών η Κωνσταντίνο Βούλγαρη σε μόλις ενός χρόνου διάστημα, διέτρεξε την απόσταση από την ανάλαφρη κωμωδιούλα Youpi μέχρι ετούτο το ώριμο τοπιογράφημα ανθρώπινων συμπεριφορών και αισθημάτων. Τι μεγάλη υπόσχεση μας έδωσε αυτό το νέο κορίτσι. Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και Ιεροκλής Μιχαηλίδης... τρισδιάστατα πιστευτοί χαρακτήρες. Να πούμε και τούτο: καλά η σκηνοθεσία, εκείνο που σε «κουφαίνει» είναι ότι και το σενάριο είναι δικό της.
Μια από τις χαρές που συχνά μας επιφυλάσσει το Φεστιβάλ της Δράμας είναι το απρόσμενο. Τούτη τη φορά μας ήρθε από την περιοχή της animation. Ότι είναι ταξίδι ο τίτλος, και δημιουργός ο Σπύρος Πολυμερής. Μαθηματικός με ειδίκευση στα πολυμέσα. Ο Δον Κιχώτης και πίνακες του Βαν Γκογκ και 13 λεπτά κινούμενα ψηφιακά σχέδια. Ένα αποτέλεσμα εντυπωσιακό, με τόλμη στη σεναριακή σύλληψη, ευγένεια καλλιτεχνική στο χειρισμό και γνώση άψογη του μέσου.
Ακολούθησε μια σειρά από ταινίες που δεν τους έλειπαν ούτε οι καλές προθέσεις, ούτε επιμέρους στοιχεία, όπως π.χ. το Μόνος2 του Μάνου Κουάνη. Με αφορμή τα κινητικά προβλήματα ενός νέου που ζει στην Αθήνα, διακωμωδείται η εχθρική εικόνα της πόλης προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Ευρηματικό το σενάριο και η κινηματογράφηση του Trip to Venice της Χριστίνας Χατζηχαραλάμπους. Έχουμε όμως την εντύπωση πως όταν φθάνει το ζευγάρι των Τσέχων στην Ιταλία η ταινία αλλάζει ποιοτικά κλίμα στην αφήγηση. Κάτι ψευτίζει. Δεν πιστεύουμε ούτε στη σκοπιμότητα, ούτε στο αποτέλεσμα της μεταφοράς έργων της λογοτεχνίας στην οθόνη. Το είδαμε για μια ακόμη φορά και στον Τελευταίο Ταμπάκο σε σενάριο και σκηνοθεσία του καλού ντοκιμαντερίστα Λευτέρη Δα-νίκα. Η ταινία ήταν μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου διηγήματος του Δ. Χατζή, θεατρική, ηθογραφική σχηματικότητα, με καλές στιγμές. Ζημιά η παρεμβολή του παραλοϊσμένου, ενώ ο νεκρός που... ανάσαινε οδηγούσε σε λάθος εντύπωση για την τελική έκβαση. Δυστυχώς, τα Μικρά Πρελούδια δεν επαναλήφθηκαν. Το Νανούρισμα περιέγραψε
τον κίνδυνο η θαυμάσια κινηματογραφική γραφή του Βαγγέλη Καλαμπάκα να γίνει μανιέρα. Η γνωστή, ευαίσθητη μανιέρα από χρώματα, ήχους, φωτισμούς αλλά και σεναριακή αφαίρεση που έφτανε στην ασάφεια. Ο κινηματογράφος που επεδίωξε να υπηρετήσει ο Βασίλης Γιάτσης είναι επιθυμητός, αρκεί να μπορεί ο ρεαλισμός να συγκρατείται και να μη διολισθαίνει σε γραφικές υπερβολές που τόσο εύκολα ταιριάζουν στην τηλεοπτική λογική και αισθητική.
Η Σκληρή μηχανή είχε εντιμότητα στις προθέσεις της (και είναι σημαντικό αυτό στην τέχνη) αλλά συναισθηματοποίησε υπερβολικά το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Άντρες (ρημέικ ανάλογου θέματος από τη σπουδαία ταινία του Πασκάλιεβιτς Πυριτιδαποθήκη που είδαμε πρόπερσι) του Αντώνη Κιούκας δεν είναι το μέτρο ούτε του ταλέντου, ούτε των δυνατοτήτων του. Η καλή, πραγματικά καλή, κατασκευή της ταινίας του δεν αρκεί.
Είναι κάποιες ταινίες που όταν τελειώνουν δεν σου αφήνουν ούτε θετική, ούτε αρνητική γεύση. Σέβεσαι την προσπάθεια των ανθρώπων που τις έφτιαξαν, αλλά έχουν την (ανθρώπινη) αδυναμία να τις ξεχνάς γρήγορα. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την Algorhythm του Θεόφιλου Παπαστυλιανού, την Εκτροπή του Βασίλη Γρηγορόπουλου, τα Σκοτεινά διαστήματα του Κωστή Μεγαπάνου (τόσος όγκος δουλειάς για το τίποτα) ή το Αντίο του δραμινού Σίμου Κοροξενίδη (έστω κι αν ένα δυο από τα στιγμιότυπα του τρυφερά και καλοφτιαγμένα).
Τέλος υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός ταινιών στις οποίες η στήλη αυτή δεν θα 'θελε να αναφερθεί ξεχωριστά. Στον πρόλογο ετούτης της γραφής περιγράφτηκε η γενική εντύπωση από ένα πλέγμα παρεξήγησης μέσων και σκοπών, νοσηρότητας ή επίδειξης άχρηστης κατασκευαστικής βιρτουοζιτέ. Οι ταινίες στις οποίες αρνούμεθα να αναφερθούμε σχολαστικά (άλλοτε για παρεμφερείς και άλλοτε για τους ίδιους λόγους) είναι οι: Συνεχίζεται του Γ. Κύρτση, Οι άντρες δεν κλαίνε του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, Το κόστος του παιχνιδιού του Μίλτου Πηλαλητού, Απότομο Φρενάρισμα του Πέτρου Συλβέστρου, Κάνε όρεξη της Μαρίας Λάφη. Είναι γρουσουζιά να δεις τη νύφη πριν το γάμο του Γιάννη Γαϊτανίδη, Ο άντρας της διπλανής πόρτας του Αλέξανδρου Λούκου, Hot Dogs του Δημήτρη Παντελιά και Τα γκαρσόνια στα αναψυκτήρια του Αντώνη Σαμουράκη. Η στάση αυτή δεν αποτελεί κρίση της (όποιας) ικανότητας των πιο πάνω δημιουργούν αλλά στάση απέναντι στο συγκεκριμένο φετινό αποτέλεσμα. * * *
Το ντοκιμαντέρ δεν είχε μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά μικρή παρουσία. Με πέντε (!) φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα και οι μικρομηκάδες μας χάνονται σε βλακώδεις μυθοδυσπλασίες. Από τις πέντε ταινίες τεκμηρίωσης που διαγωνίσθηκαν στη φετινή διοργάνωση μόνο η Νόνα της Αγγέλας Μυλωνάκη και η Γη των ανθρώπων του Ιωάννη Χριστόφορου ξεχώρισαν. Η πρώτη χειρίστηκε ένα θέμα προσωπικό μεν, αλλά κουρασμένο (λόγω συχνής επανάληψης στην οθόνη). Οι μνήμες και η θυμοσοφία της γιαγιάς της παρουσιαστικά με πλεονάζοντα τρόπο και κάποια δόση φιλοσοφικής κοινοτοπίας. Πιο στιβαρός ο Χριστόφορου στη «γραφή» του, αλλά σε δέκα λεπτά δεν προσεγγίζεται ο Saint-Exupery. Ατυχώς η Τρέλα του Αιώνα του Πιέρρου Ανδρακάκου δεν μας θύμισε τη γεμάτη σπιρτάδα και υποσχέσεις ταινία του, του 1999 (θα ταΐσεις το ψάρι μου;}. Τον περιμένουμε.
Το τμήμα των σπουδαστικών ταινιών παραμένει ένα «φορτίο» για το Φεστιβάλ της Δράμας. Φετινή απόδειξη: από τις 34 ταινίες που υποβλήθηκαν στη διαδικασία της πρόκρισης μόνο 6 (!) προτάθηκαν για να διαγωνισθούν. Η σύνθεση και το κύρος της Προκριματικής Επιτροπής μας πείθουν για το αποτέλεσμα. Όσο αξιόλογος κι αν ήταν ο μέσος όρος του κυρίως διαγωνιστικού τμήματος (τουλάχιστον κατασκευαστικά), δεν μπορεί να καλύψει το γεγονός ότι μόνο το 15% του φετινού σπουδαστικού προϊόντος διεσώθη. Πολλές οι αιτίες και όχι μόνο οι σχολές. Πίσω από τέτοιες πραγματικότητες ζωγραφίζεται το κοινωνικό πλέγμα που τις παράγει. Έχουμε τη γνώμη ότι μόνο η ταινία της Μελπομένης Τσαρουχά Τι κοιτάς; διέθετε ελπιδοφόρα στοιχεία. Γνήσια αίσθηση του κωμικού στιγμιότυπου. Με οικονομία και ευθύβολο, αλλά και με σωστή σεναριακή έξοδο. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν αντιληφθήκαμε τι χρειαζόντουσαν 6 (!) σεναριογράφοι για μια μόλις 6 λεπτών ταινία. Αναφερόμαστε στον Καθρέφτη του Θοδωρή Μάτσκα.
Αυτό βέβαια δεν πάει να πει ότι η ταινία δεν ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση χειρισμού με εικόνες υπαρξιακών προβλημάτων όπως είναι ο χρόνος, η βιολογική φθορά και το καταφύγιο της μνήμης. Μας έμεινε ακόμα (με το άλλοθι του σπουδαστικού) το ασπρόμαυρο νεοϋορκέζικο Το γάντι του Θανάση Σαράντου. Τίποτε άλλο.
Μας απόμειναν το ιδιόμορφο τμήμα «Οι Έλληνες του κόσμου», και το καθαυτό διεθνές τμήμα του δραμινού φεστιβάλ. Ένας σύντομος επίλογος ασφαλώς και έχει νόημα. Ελπίζουμε ότι η εγνωσμένη αγάπη του Αντί τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους του θα παραχωρήσει λίγο ακόμα από τον πολύτιμο χώρο του στο επόμενο τεύχος.