Φεστιβάλ Δράμας 2008. Τίποτα δε μπορεί να χαλάσει αυτό το πανηγύρι των νέων δημιουργών
Φεστιβάλ Δράμας 2008. Τίποτα δε μπορεί να χαλάσει αυτό το πανηγύρι
Δημήτρης Χαρίτος (αναδημοσίευση από το περιοδικό "μοτέρ" του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου)
Με αλλεπάλληλες, σχετικά σύντομες και αναμφίβολα ευεργετικές καταιγίδες μάς υποδέχθηκε η ακριτική Δράμα, την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου, ημέρα που ξεκίνησε η 31η ελληνική και η 14η διεθνήςδιοργάνωση του δεύτερου στην τάξη και σπουδαιότητα θεσμικού φεστιβάλ κινηματογράφου στη χώρα μας. Και όλα έδειξαν και πήγαν πολύ καλά.
Στο γνωστό παιχνίδι της τράπουλας, ο αριθμός 31 είναι ο ακραίος, κερδοφόρος βαθμός της παρτίδας. Ένας βαθμός παραπάνω στο άθροισμα των παιγνιόχαρτων που ο παίκτης έχει στο χέρι του, και, σύμφωνα με τη γλώσσα του παιχνιδιού, «καίγεται». Η αναφορά εδώ, προφανώς, έχει παιγνιώδη χαρακτήρα. Η κοινή λογική δεν συνηγορεί σε τέτοιου τρομολαγνικού χαρακτήρα προϊδεάσεις. Η πολύχρονη αυτή και πολλαπλά –όπως έχει αποδειχθεί– χρήσιμη (παιδευτική, κυρίως) διοργάνωση δεν κινδυνεύει από εσχατολογική καταδίκη. Είπαμε: δεν το υιοθετεί η λογική και η εχεφροσύνη εκείνων που έχουν το «πάνω χέρι» στα του πολιτισμού μας. Έτσι πιστεύουμε όλοι.
Παρά ταύτα, η 27χρονη προσωπική μου εμπειρία από τις ισάριθμες παρουσίες σ’ αυτή την ερωτικής αίσθησης γιορτή των «μικρομηκάδων» καταγράφει στη μνήμη μου και στα γραφτά μου μια πορεία ουδέποτε απαλλαγμένη από δυσκολίες, κατά κανόνα μη συμβατές με μια προσπάθεια την οποία έπρεπε να χαρακτηρίζει η πρόνοια και η γενναιοδωρία από μέρους εκείνων που έχουν την ευθύνη του κεντρικού πολιτιστικού σχεδιασμού και των αποφάσεων Και ενώ, όταν ξεκινούσε πριν από 31 χρόνια η ερασιτεχνική πρωτοβουλία της δραμινής κινηματογραφικής λέσχης, άλλη κινηματογραφική φεστιβαλική διοργάνωση εκτός από αυτήν της Θεσσαλονίκης δεν υπήρχε, σήμερα, πανελλαδικά, οδεύουμε ολοταχώς για τις 50(!). Η καταμέτρηση αναφέρεται στη χρήση της λέξης «φεστιβάλ»• όχι του περιεχομένου. Μόνο στην Αττική, κοντεύουν τα 10(!). Αν πάει έτσι το πράγμα, δε θα ’ναι μακριά η μέρα που οι φεστιβαλίζουσες διοργανώσεις θα εξισωθούν αριθμητικά με τις αίθουσες προβολής. Στα πιο πολλά απ’ αυτά, γίνεται αναφορά πως τελούν είτε υπό την αιγίδα του ΥΠ.ΠΟ. είτε με την οικονομική στήριξή του. Αλλά ενώ το μέγεθος της οικονομικής πίτας παραμένει το ίδιο, τα ανέκαθεν μικρά κομμάτια, με τον φρενήρη φεστιβαλικό «πληθωρισμό», έγιναν μικρούτσικα και τείνουν να γίνουν ψίχουλα. Ή μήπως έχουν γίνει ήδη;
Κανένας δεν έχει αντίρρηση, πόσο μάλλον και αποδεδειγμένα αυτός που υπογράφει το παρόν, τα φεστιβάλ να γίνουν τόσα και άλλα τόσα. Αλλά όταν η Πολιτεία υιοθετεί θεσμικά τη δραμινή διοργάνωση η οποία προβάλλει (ως καθήκον) την ετήσια εθνική παραγωγή της μικρού μήκους ταινίας μέσα και έξω από την Ελλάδα, αποδέχεται εδώ και 14 χρόνια τη λειτουργία και διεθνούς τμήματος του ίδιου είδους ταινιών, γνωρίζει τη ραγδαία εξέλιξη της διοργάνωσης και το ότι η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου συμπεριλαμβάνει την εκδήλωση της Δράμας μέσα στις 12 σημαντικότερες της ηπείρου μας, με αποτέλεσμα την εξάπλωση του καλού της ονόματος και στα δύο ημισφαίρια (κι αυτά δεν είναι λόγια των πολιτικών και των τοπικών αρχόντων που ακούγονται κατά τας τελετάς και τας εορτάς), δεν γίνεται, λοιπόν, να ανέχεται η Πολιτεία επί 29 χρόνια (και, ακόμα χειρότερα, στα 13 του διεθνούς) την πραγματοποίηση του Φεστιβάλ σ’ ένα ρυπαρό κατάλοιπο κινηματογραφικής –κατ’ ευφημισμόν– αίθουσας, και να αρκείται σε υποσχετικές εξαγγελίες επί εξαγγελιών. Χρειάστηκε ο ιδιοκτήτης της εν λόγω αίθουσας ν’ αλλάξει τη χρήση της ιδιοκτησίας του, για να τελειώσει αυτό το άγος. Βέβαια, η λύση που δόθηκε, είναι μια άλλη «θλιβερή» ιστορία. Άλλοτε γι’ αυτήν. Η θεραπεία είναι, το Φεστιβάλ της Δράμας ν’ αποκτήσει αίθουσα φεστιβαλικής αίγλης και λειτουργικότητας, τουλάχιστον 800 θέσεων, με τα σχετικά συμπαρομαρτούντα για τις παράλληλες χρήσεις. Μέγαρο τεχνών, ή όπως αλλιώς το πουν, αλλά να γίνει και να δοθεί δημοσιότητα στο αίτημα, ώστε να βρεθούν συντρέχοντες και χορηγοί.
Γιατί, αν δεν γίνει, τι; Αν δεν γίνει, τότε αυτό το «μαιευτήριο» του αυριανού μας κινηματογράφου, συμπλήρωμα της ούτως ή άλλως ανεπαρκέστατης κινηματογραφικής παιδείας μας (γιατί τέτοιο είναι, ω, άνδρες Αθηναίοι, η δραμινή διοργάνωση, την οποία βήμα βήμα έχτισε η φούχτα των ανθρώπων που αποτελεί το μεδούλι του καλλιτεχνικού αποτελέσματος) μοιραία θ’ αρχίσει να «κατεβάζει» ταχύτητα. Τα χρέη και η μιζέρια θα οδηγήσουν στην τυποποιημένη επανάληψη, ενώ, μέσα απ’ τη ρουτίνα, κάποτε θα διαφανεί και η συρρίκνωση. Τέτοιες ή παρόμοιες υποψίες γεννούν γεγονότα όπως, π.χ., η φετινή περικοπή μιας ημέρας από τη διάρκεια του φεστιβάλ. Αντί, για μεγαλύτερη ανάσα, οι 7 μέρες να γίνουν π.χ. 8, έγιναν 6. «Τσιμπολογήματα» περικοπών ήταν γενικώς φανερά, δίχως, βέβαια, υπερβολές. Όλοι ξέρουμε ότι τα κινηματογραφικά φεστιβάλ θέλουν και τη γκλαμουριά τους, γιατί «νηστικό φεστιβάλ δεν χορεύει»…
Είπαμε: όλα αυτά είναι διαχειρίσιμα και όχι ανήκεστα. Και η Δράμα θα παραμένει εκεί, αδιαπραγμάτευτη. Αυτό λέει η λογική.
Να μπω, όμως, στο «Ολύμπια», εκεί όπου οι ταινίες, δικές μας και ξένες, αρχίζουν το «πανηγύρι» τους. Αυτό, το κύριο πιάτο του Φεστιβάλ, τίποτα δεν μπορεί να το χαλάσει. Στο συντριπτικό τους ποσοστό, οι σκηνοθέτες είναι νέοι στην ηλικία, οι οποίοι μπαίνουν στον δύσκολο χορό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Πρώτη (ίσως και τελευταία...) ευκαιρία ελευθερίας έκφρασης, αφού οι ταινίες τους δεν είναι αποτέλεσμα των επαχθών βαριδιών όπως αυτά των παρεμβάσεων του παραγωγού ή του εμπορικού αποτελέσματος. Η απουσία αυτών των τελευταίων αφήνει να διαχέεται στους χώρους του Φεστιβάλ η αύρα πιο ευγενών προσδοκιών.
Με κοντά 190 συνολικά ταινίες, ντόπιες και ξένες, στο οπλοστάσιό της η 31η διοργάνωση. Απ’ αυτές, οι 76 ήταν ελληνικές και οι 113 ξένες. Στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα έλαβαν μέρος 60 ταινίες από 43 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, που αντιπροσωπεύτηκε με 4 ταινίες: Οδηγίες χρήσεως του Κωνσταντίνου Γιαλλουρίδη, Nebraska του Αχιλλέα Κυριακίδη, Partners της Ιωσηφίνας Μαρκαριάν και When Fish Fly της Βίλκας Τζουρά. Οι υπόλοιπες από τις 76 προβλήθηκαν σε παράλληλα ή επετειακά αφιερώματα. Με ευνόητο το καθήκον απέναντι στις ελληνικές ταινίες, από τις έξοχες (στην πλειονότητά τους) ξένες ταινίες γεύση μικρή πήρα, ίσα ίσα για να μπορώ να επαναλάβω πως, αν ήμουν νεοσσός μικρομηκάς, στο Διεθνές Τμήμα θα ξημεροβραδιαζόμουν• κάτι που, ατυχώς, οι περισσότεροι συμπατριώτες μικρομηκάδες δεν το κάνουν.
Γεγονός είναι ότι η φετινή ελληνική σοδειά δεν ήταν από τις καλύτερες, αλλά ούτε απ’ τις χειρότερες. Σίγουρα δεν διέθετε αξιόλογο αριθμό πολύ καλών ταινιών• ως σύνολο, όμως, διέθετε μια μεσοσταθμική ποιότητα. Αυτό σημαίνει ότι αρκετές απ’ αυτές τις ταινίες διέθεταν ποιότητα σε διαφορετικούς αξιολογικούς συντελεστές, αλλά όχι και η ταινία ως σύνολο. Κι αυτό, δεν είναι διόλου αδιάφορο. Σκέφτομαι πάντοτε, προκειμένου και για εκείνες, τις ολιγάριθμες, που δεν δυσκολεύεται κανείς να τις κρίνει ως αποτυχημένες, στην πρώτη δεκαετία του Φεστιβάλ οι κριτικές επιτροπές τις περίμεναν σαν θεόπεμπτες, προκειμένου να έχουν ταινίες να βραβεύσουν. Η εξέλιξη επί τα βελτίω είναι, δηλαδή, ολοφάνερη.
Στο Ελληνικό Τμήμα προκρίθηκαν για να διαγωνιστούν 19 ταινίες. Δύο από αυτές θεωρώ πως υπερτέρησαν των υπολοίπων. Οι Οδηγίες χρήσεως του Κωνσταντίνου Γιαλλουρίδη συνταίριασαν εύστοχα παλιά αφηγηματικά πρότυπα με σύγχρονα μηνύματα. Οι αυτοματισμοί και η τυποποίηση επεκτείνονται πέρα από τη χρηστική καθημερινότητα σε (έντυπες, τηλεοπτικές, πολιτικές) οδηγίες τρόπων χρήσεως των αισθηματικών και κοινωνικών επιλογών μας• ακόμα και της ίδιας μας της βούλησης. Ένας κινηματογράφος μοντέρνος, ευρηματικός, ανανεωμένος, με ρυθμούς που απαιτεί το αφήγημα, και, κυρίως, διαμετρικά αντίθετους από τη βιντεοκλιπική νεύρωση. Οι δικοί μας Μοντέρνοι καιροί. Απολαυστική η ερμηνεία (και η αλά Μπάστερ Κίτον φιγούρα) του Αλέξανδρου Λογοθέτη, όπως και αυτή της Στεφανίας Γουλιώτη.
Με τη Nebraska, την ένατη μικρού μήκους ταινία του, ο Αχιλλέας Κυριακίδης γίνεται δικαιωματικά ο «Βιβλικός» ηγέτης αυτού του δύσκολου κινηματογραφικού είδους. Ήδη έχει σχηματίσει μια μοναδική συλλογή κινηματογραφικών «διηγημάτων» ή και κινηματογραφικών «μονοπράκτων». Ετούτη η Nebraska είναι αποτέλεσμα καλλιτεχνικής ωριμότητας και απόλυτης κατοχής των μέσων και των τρόπων «γραφής». Αυτή η ταινία του και ο Νυμφίος –συγγένειες ύφους και αφήγησης– είναι, συγκριτικά, τα καλύτερα «μικρομηκάδικα» παιδιά του. Πολύχρονοι, βαλτωμένοι γάμοι επιχειρούν από τον Δημήτρη Χαρίτο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας Τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει αυτό το πανηγύρι των νέων δημιουργών I am gay The Bear and the Rabbit Pegs Η συνάντηση
Το σημάδι της ζωής Οδομαχία Nebraska (πιο σωστά: «σκηνοθετούν») υποκατάστατα, επίσης αδιέξοδα. Κάποτε, η απόγνωση γίνεται από μόνη της κάθαρση. Το σενάριο είναι, όπως πάντοτε, δικό του, βασισμένο σε δικό του διήγημα.
Η συνάντηση είναι η δεύτερη κινηματογραφική εμφάνιση του γνω στού διηγηματογράφου και κινηματογραφικού κριτικού Τάσου Γουδέλη. Ο ίδιος εντάσσει τη δουλειά του στον πειραματικό κινηματογράφο. Ανεξάρτητα, πάντως, από τις κατηγοριοποιήσεις, η ταινία του ξεχώρισε για την υψηλή της αισθητική, την υποβλητική της φωτογραφία και τις «λαλίστατες» κινήσεις του φακού. Το αφηγούμενο, όμως, το στόρι, παρέμεινε ασαφές.
Πυρετικό –τόσο κινηματογραφικά όσο και ως ιστόρημα– το Partners της νεαρής Ιωσηφίνας Μαρκαριάν. Περιστατικό από την ενταύθα ζωή βαλκάνιων μεταναστών. Εκρηκτική η σκηνοθεσία, συμβατικό το τέλος. Εντυπωσιακή (και ως εμφάνιση) η Ρωσίδα Μιλάνα Γιουσούποβα. Η ταινία, τελικά, έδινε περισσότερο την αίσθηση αποσπάσματος από μεγάλου μήκους ταινία, παρά του κινηματογραφικού «διηγήματος». Καθόλου κακή ένδειξη αυτή. Το ίδιο ορμητική ήταν και η Οδομαχία του Χρήστου Κανάκη. Οδομαχία με το σενάριο, τη σκηνοθεσία, με τον ήρωα και τις ανατροπές μιας τρελής κωμωδίας που, τελικά, οδήγησαν σε μια συμβατική κατάληξη. Είχε στιγμές απολαυστικές, έστω και με –παραβλέψιμα– κενά. Ακόμα και στον σκηνοθέτη χρειάζεται «γκάζι», ο ενθουσιασμός του.
Πρέπει να γίνει αναφορά για τις επιμέρους καλές επιτεύξεις στο When Fish Fly της Βίλκας Τζουρά, στο Σημάδι της ζωής του Γιάννη Καραπιπερίδη, στο Δεντρολίβανος ο φαρμακευτής του Ανδρέα Σιαδήμα, στο Αγάπη τρυφερή του Γιώργου Σιούγα (πάντως, το Ψυγείο του παραμένει αξεπέραστο) και το Χήρα στρατηγού του Δημήτρη Κανελλόπουλου. Για τις εναπομείνασες, οι επιφυλάξεις υπερβαίνουν τις επιτεύξεις. Γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας, λοιπόν; Η συμμετοχή είναι ήδη ένα βραβείο.
Και οι μόλις 4 ταινίες του τμήματος «Έλληνες του κόσμου» ήταν –επιτέλους!– πολύ καλές, με καλύτερη, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτήν του Σπύρου Ιακωβίδη, The Bear and the Rabbit. Μοντέρνα, με ό,τι καλύτερο μπορεί να περιέχει αυτή η λέξη. Πανέξυπνη, μαύρη κωμωδία, σαρκασμός αντιτηλεοπτικός, κινηματογραφοφιλία αλά Τακέσι Κιτάνο. Μόνο που, εδώ, ξεκαρδίζεσαι απ’ την παρωδία. Και βέβαια, να αναφερθώ, σχεδόν σε ισοτιμία με την προηγούμενη, στη δουλειά του Νικόλα Κολοβού, I Am Gay. Κέρδισε την αίθουσα. Προσωπικά, εκτός από τον Ιακωβίδη, με κέρδισε συναισθηματικά το Pegs της Μαιρήλιας Καλαϊτζίδου. Είναι καλό κάποιες ταινίες να διαθέτουν έναν εύκολο διάδρομο επικοινωνίας με τον χαλαρό θεατή.
Από τα… 2 ντοκιμαντέρ (γιατί αυτή η κατολίσθηση;) κανένα δεν δικαιολογεί όποιο σχεδιασμό. Αλλά και το Σπουδαστικό Τμήμα, με τις 7 ταινίες του, διέθετε «παράθυρα με φως» όπως το Αποχαιρετισμός στα όπλα της Νάνσυς Σπετσιώτη, το 10 λεπτά του Αλέξανδρου Λεονταρίτη και το Γάλα των Αλέξανδρου Σιπσίδη και Κώστα Φραγκούλη.
Απομένει το καινούργιο τμήμα (δεύτερη χρονιά φέτος) με τον τίτλο «digi2008», για ταινίες που κατασκευάζονται με ψηφιακές μηχανές. Το μηχανικό μέσο προσδιορίζει στην περίπτωση ετούτη και το είδος, το οποίο δικαιολογεί και το Τμήμα. Αν αύριο, π.χ., το Φεστιβάλ της Δράμας καταργήσει την κανονιστική υποχρέωση, οι ταινίες που προβάλλονται στα διάφορα διαγωνιστικά τμήματα να μην υποβάλλονται στην κοστοβόρα διαδικασία του transfer (οι περισσότερες απ’ αυτές τις ταινίες γυρίζονται με ψηφιακές, high definition μηχανές), τι θα απέμενε από ταινίες που να δικαιολογεί το ψηφιακό τμήμα; Εκτός εάν εκεί «κέρδιζαν» το δικαίωμα συμμετοχής σε «digi» τμήμα οι ταινίες που διέθεταν τα αισθητικά εκείνα χαρακτηριστικά κινηματογράφησης, αποκλειστική δυνατότητα του καινούργιου τεχνολογικού μέσου και όχι, π.χ., η κοροϊδία με τον τίτλο Τα φανταρίστικα και με υπογραφή Λουκιανός Κηλαηδόνης… Χίλιες φορές προτιμότερη η τρισχαριτωμένη ταινία της Θεοφανίας Παπαθωμά. Τηλεοπτικούλι, σύμφωνοι, όχι όμως και YouTube, όπως η προηγούμενη. Δηλαδή, η ταινία του δοκιμασμένου ντοκιμαντερίστα Αντώνη Μποσκοΐτη με τον (σιδηροδρομικό) τίτλο: Damo Suzuki, Αυτοσχεδιασμοί για μια φωνή και μια τηγανιά μπάμιες δε θα προβαλλόταν στα ντοκιμαντέρ αν δεν ήταν 35mm positif;
Εν πάση περιπτώσει, κράτησα το βιντεοκλιπάδικο κέφι, την τόλμη και το θέμα του Bombing των Άγγ. Αθανασόπουλου και Δημ. Νικολόπουλου, το Hamlet Machine 2007 και το Λογάριθμο της Τιτίκας Σταμούλη.
Τελικά, μέσα σε όλες αυτές τις οπωσδήποτε συνοπτικές θετικές, αρνητικές ή επιφυλακτικές αποφάνσεις, εκείνο που πάντοτε κρατώ απ’ αυτό το Φεστιβάλ, είναι το άθροισμα ανθρώπων ηλικιακά διαχρονικών, που πάλλονται και προσπαθούν να δικαιώσουν ο καθένας το δράμα του, τις δημιουργικές του φιλοδοξίες, είτε αυτός είναι οι διοργανωτές είτε τα νέα παιδιά (ακόμα και εκείνα που παραμένουν «έφηβα» στο κέφι) που καταθέτουν στην κρίση του ευγενώς συναγωνίζεσθαι την «αγωνία» τους. Μόνο όποιοι έχουν την τύχη ή την ευκαιρία να βρίσκονται τη μαγική εβδομάδα στη Δράμα, μπορούν σ’ όλη τη διάρκειά της να «μεταλαμβάνουν» αυτή τη σολωμική άνοιξη μιας άλλης ελληνικής πραγματικότητας. Είναι κρίμα που η «κουρασμένη» Αθήνα στερεί τη δημοσιότητα αυτού του απόλυτα διαφορετικού δρώμενου. Βέβαια, δεν πρόκειται για σκανδαλοθηρικό ή για συμβαίνοντα των τηλεοπτικών VIPs γεγονός. Ναι, αλλά από κάπου πρέπει να αντλούμε λίγη –καθόλου υπερβατική– αισιοδοξία.