17/8/2007 | Εφημερίδα Ελεύθερος τύπος
Συνέντευξη του Στέφανου Μονδέλου
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΟΝΔΕΛΟΣ
Σκηνοθέτης
Της Μυρτώς Μπούτση
Φωτό: Κώστας Τσιρώνης
«Οι γυναίκες είναι τρυφερές μαζί μου, δείχνουν ότι με συμπαθούν... Δεν ξέρω αν είμαι όμορφος, εσείς τι λέτε;». Με αυτή την ερώτηση, από τα χείλη του 36χρονου Στέλιου Πάγια που υποφέρει από σπαστική τετραπληγία, τελειώνει το α’ μέρος του «Masterpiece», του μοναδικού ελληνικού ντοκιμαντέρ που βραβεύθηκε στο πλαίσιο του πρόσφατου φεστιβάλ Emotion Pictures με θέμα την αναπηρία. Ο ΕΤ μίλησε με το σκηνοθέτη της ταινίας, Στέφανο
Μονδέλο.
Τελικά, το όπλο με το οποίο εμφανίζεται σε κάποια πλάνα ο Στέλιος, είναι το όπλο του Τζέιμς Μποντ;
Υποτίθεται. Ξεκίνησε από μία ιδέα του Στέλιου, να συστηθεί «το όνομά μου είναι Πάγιας, Στέλιος Πάγιας». Του είπα «πρέπει να σε ντύσω, αλλιώς αποκλείεται να το καταλάβει κανείς». Και έτσι στα γυρίσματα είχε σμόκιν, όπλο, όλα.
Γιατί ονόμασες το ντοκιμαντέρ «Masterpiece»;
Αυτή η λέξη μού καρφώθηκε στο μυαλό όταν πρωτογνώρισα τον Στέλιο. Αρχικά φαντάστηκα μία ταινία fiction, η οποία τελικά θα είναι το δεύτερο μέρος του «Masterpiece». Από την πρώτη στιγμή τον έβλεπα σαν ζωντανό γλυπτό - λόγω της σπαστικότητας δεν ξέρεις αν γελάει ή κλαίει.. «Masterpiece» σημαίνει το αριστούργημα του δημιουργού. Για μένα αυτό είναι ο Στέλιος.
Πώς γνωριστήκατε;
Σ’ ένα μπαρ στη Θεσσαλονίκη, πριν από δυόμισι χρόνια. Είχαμε βγει με κοινή παρέα. Με το που τον είδα και επειδή μου είχε τραβήξει το βλέμμα, αποφάσισα να κάνω κάτι μαζί του, χωρίς να ξέρω ακόμη τι είναι αυτό. Ρώτησα πρώτα τον ξάδελφό του. Μου είπε: «Δεν νομίζω να έχει πρόβλημα. Πάντα πίστευα ότι ο Στέλιος έχει πρόσωπο που γράφει».
Επέλεξες να τον βάλεις να αυτοπαρουσιαστεί και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να
είναι κοντινά πλάνα χωρίς πίσω φόντο. Πώς έγινε αυτό;
“Ο Στέλιος προβοκάρει τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της αισθητικής. Και σε αναγκάζει να τους δεις με άλλο μάτι…”
“Η ιδέα της αυτοπαρουσίασης είχε να κάνει με το ότι, κατά πρώτο λόγο, η fiction ταινία θα είχε μεγάλο κόστος. Οπότε θεώρησα πάρα πολύ ενδιαφέρον να έχω έναν άνθρωπο που λόγω της σπαστικότητας δυσκολεύεται στην ομιλία, αλλά παράλληλα έχει αυτό το πολύ εκφραστικό πρόσωπο. Ο τρόπος κινηματογράφησης ήταν του διευθυντή φωτογραφίας, Γιώργου Σωτηρόπουλου.
Τι σημαίνει ο προβληματισμός του Στέλιου για την ομορφιά του;
Υπάρχει ένα θέμα ομορφιάς πίσω απ’ όλο αυτό. Τίθεται δηλαδή ένα ερώτημα, κατά πόσον ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σπαστική τετραπληγία, μπορεί ταυτόχρονα να είναι και όμορφος. Και, αν επεκτείνουμε, κατά πόσο η αναπηρία γενικά μπορεί να είναι όμορφη. Ο Στέλιος προβοκάρει τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της αισθητικής. Λοιπόν, ή πρέπει να δεις με άλλο μάτι τους κανόνες αισθητικής ή την αναπηρία, έτσι ώστε να τα ενώσεις. Αυτή είναι η βασική σύλληψη πίσω από την ταινία.
Είναι η τρίτη ταινία μικρού μήκους που κάνεις. Η επιλογή των συνεργατών γι’ αυτό το αρκετά ευαίσθητο θέμα πώς έγινε;
Είχαμε ξανασυνεργαστεί, νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω με άλλους ανθρώπους. Η πρώτη γνωριμία ήταν με τον Γιώργο Σωτηρόπουλο (διευθυντή φωτογραφίας) πέρσι το καλοκαίρι, που κάναμε ένα ντοκιμαντέρ μαζί. Αυτό το μόνταρα με τον Δημήτρη Νικολόπουλο. Ηδη είχαμε αρχίσει να συζητάμε για το «Masterpiece». Ακολούθησαν ο συνθέτης Βασίλης Κόκκας, ο ηχολήπτης Φίλιππος Λιόλης, η Βάλη Αργυροπούλου, που βοήθησε στην παραγωγή.
Σκηνοθέτης
Της Μυρτώς Μπούτση
Φωτό: Κώστας Τσιρώνης
«Οι γυναίκες είναι τρυφερές μαζί μου, δείχνουν ότι με συμπαθούν... Δεν ξέρω αν είμαι όμορφος, εσείς τι λέτε;». Με αυτή την ερώτηση, από τα χείλη του 36χρονου Στέλιου Πάγια που υποφέρει από σπαστική τετραπληγία, τελειώνει το α’ μέρος του «Masterpiece», του μοναδικού ελληνικού ντοκιμαντέρ που βραβεύθηκε στο πλαίσιο του πρόσφατου φεστιβάλ Emotion Pictures με θέμα την αναπηρία. Ο ΕΤ μίλησε με το σκηνοθέτη της ταινίας, Στέφανο
Μονδέλο.
Τελικά, το όπλο με το οποίο εμφανίζεται σε κάποια πλάνα ο Στέλιος, είναι το όπλο του Τζέιμς Μποντ;
Υποτίθεται. Ξεκίνησε από μία ιδέα του Στέλιου, να συστηθεί «το όνομά μου είναι Πάγιας, Στέλιος Πάγιας». Του είπα «πρέπει να σε ντύσω, αλλιώς αποκλείεται να το καταλάβει κανείς». Και έτσι στα γυρίσματα είχε σμόκιν, όπλο, όλα.
Γιατί ονόμασες το ντοκιμαντέρ «Masterpiece»;
Αυτή η λέξη μού καρφώθηκε στο μυαλό όταν πρωτογνώρισα τον Στέλιο. Αρχικά φαντάστηκα μία ταινία fiction, η οποία τελικά θα είναι το δεύτερο μέρος του «Masterpiece». Από την πρώτη στιγμή τον έβλεπα σαν ζωντανό γλυπτό - λόγω της σπαστικότητας δεν ξέρεις αν γελάει ή κλαίει.. «Masterpiece» σημαίνει το αριστούργημα του δημιουργού. Για μένα αυτό είναι ο Στέλιος.
Πώς γνωριστήκατε;
Σ’ ένα μπαρ στη Θεσσαλονίκη, πριν από δυόμισι χρόνια. Είχαμε βγει με κοινή παρέα. Με το που τον είδα και επειδή μου είχε τραβήξει το βλέμμα, αποφάσισα να κάνω κάτι μαζί του, χωρίς να ξέρω ακόμη τι είναι αυτό. Ρώτησα πρώτα τον ξάδελφό του. Μου είπε: «Δεν νομίζω να έχει πρόβλημα. Πάντα πίστευα ότι ο Στέλιος έχει πρόσωπο που γράφει».
Επέλεξες να τον βάλεις να αυτοπαρουσιαστεί και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να
είναι κοντινά πλάνα χωρίς πίσω φόντο. Πώς έγινε αυτό;
“Ο Στέλιος προβοκάρει τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της αισθητικής. Και σε αναγκάζει να τους δεις με άλλο μάτι…”
“Η ιδέα της αυτοπαρουσίασης είχε να κάνει με το ότι, κατά πρώτο λόγο, η fiction ταινία θα είχε μεγάλο κόστος. Οπότε θεώρησα πάρα πολύ ενδιαφέρον να έχω έναν άνθρωπο που λόγω της σπαστικότητας δυσκολεύεται στην ομιλία, αλλά παράλληλα έχει αυτό το πολύ εκφραστικό πρόσωπο. Ο τρόπος κινηματογράφησης ήταν του διευθυντή φωτογραφίας, Γιώργου Σωτηρόπουλου.
Τι σημαίνει ο προβληματισμός του Στέλιου για την ομορφιά του;
Υπάρχει ένα θέμα ομορφιάς πίσω απ’ όλο αυτό. Τίθεται δηλαδή ένα ερώτημα, κατά πόσον ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σπαστική τετραπληγία, μπορεί ταυτόχρονα να είναι και όμορφος. Και, αν επεκτείνουμε, κατά πόσο η αναπηρία γενικά μπορεί να είναι όμορφη. Ο Στέλιος προβοκάρει τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της αισθητικής. Λοιπόν, ή πρέπει να δεις με άλλο μάτι τους κανόνες αισθητικής ή την αναπηρία, έτσι ώστε να τα ενώσεις. Αυτή είναι η βασική σύλληψη πίσω από την ταινία.
Είναι η τρίτη ταινία μικρού μήκους που κάνεις. Η επιλογή των συνεργατών γι’ αυτό το αρκετά ευαίσθητο θέμα πώς έγινε;
Είχαμε ξανασυνεργαστεί, νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω με άλλους ανθρώπους. Η πρώτη γνωριμία ήταν με τον Γιώργο Σωτηρόπουλο (διευθυντή φωτογραφίας) πέρσι το καλοκαίρι, που κάναμε ένα ντοκιμαντέρ μαζί. Αυτό το μόνταρα με τον Δημήτρη Νικολόπουλο. Ηδη είχαμε αρχίσει να συζητάμε για το «Masterpiece». Ακολούθησαν ο συνθέτης Βασίλης Κόκκας, ο ηχολήπτης Φίλιππος Λιόλης, η Βάλη Αργυροπούλου, που βοήθησε στην παραγωγή.