26/9/2009 | Κατερίνα Πολύζου
Κριτικός Σχολιασμός- Αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τον Περικλή Χούρσογλου
32ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ
15ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ digi2009 - ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ
21-26 Σεπτεμβρίου 2009
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2009
Κριτικός Σχολιασμός- Αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τον Περικλή Χούρσογλου
Στο αίθριο των γραφείων του φεστιβάλ έγινε σήμερα Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου, ο σχολιασμός και η αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τον Περικλή Χούρσογλου.
«Καλό μεσημέρι. Δεν είμαι grand, και δεν είμαι και κριτικός κινηματογράφου, ούτε ιστορικός. Δεν τρέχω σε φεστιβάλ παρά μόνο όταν μία ταινία μου έχει προσκληθεί και, δυστυχώς, δεν έχω παρακολουθήσει το Φεστιβάλ Δράμας τα τελευταία χρόνια. Ένας λόγος είναι ότι έχω δυο παιδάκια που τα πηγαίνω στο σχολείο, οπότε τον Σεπτέμβρη δεν είναι εύκολο να φύγω από την Αθήνα.
Και μάλιστα πέρυσι κάναμε μία ταινία που θα προβληθεί φέτος.
Τι θέλω εδώ λοιπόν, μπροστά σας, τώρα, γιατί; Γιατί όταν μου πρότεινε ο Καλλιτεχνικός Δ/ντής του Φεστιβάλ να κάνω τον απολογισμό των ταινιών του Ελληνικού τμήματος, το είδα σαν μια ευκαιρία για ένα διάλογο με νεώτερες γενιές κινηματογραφιστών.
Γι’ αυτήν λοιπόν την τιμή και για την εμπιστοσύνη θέλω να ευχαριστήσω το Φεστιβάλ, τον Αντώνη Παπαδόπουλο, αλλά και όσους πρόθυμα και ευγενικά με βοήθησαν αυτές τις μέρες να δω αυτές τις 90 ταινίες. Όμως, δεν θα επιχειρήσω να δώσω την αντικειμενική εικόνα του φετινού φεστιβάλ. Όσο πιο συνοπτικά μπορώ, θα μεταφέρω τις εντυπώσεις και τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν τις πέντε αυτές μέρες από τις ταινίες και του διαγωνιστικού και του digital. Ας κρατήσω λιγάκι τον διαχωρισμό: σπουδαστικές ταινίες, διαγωνιστικό τμήμα και digital.
Σπουδαστικές ταινίες, Έλληνες του κόσμου… Λέγαμε και λέμε όσα παιδιά από την Ελλάδα έχουν την τύχη να σπουδάσουν στο εξωτερικό, σε ξένα σχολεία, πιο καλά, πιο οργανωμένα, πιο – πιο – πιο… πιο καλές ταινίες κάνουν. Έτσι είναι! Είναι ταινίες άρτιες. Άρτιες αφηγήσεις. Αλλά αυτό δεν με έχει εμποδίσει στις ταινίες που είδα, να σκεφτώ πως οι ξένες σχολές πολλές φορές έχουν γεννηθεί σε κοινωνίες άλλες, σε άλλες ανάγκες απαντούν , σε άλλα κλίματα και σε άλλες νοοτροπίες. Και παρά την εκφραστική και τεχνική αρτιότητα -και ελπίζω με αυτό να μη μοιάζει πως θέλω να ευλογήσω ας πούμε τα γένια μας-, ένιωσα και την απόσταση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Την κουλτούρα την Ελληνική και την κουλτούρα της σχολής του εξωτερικού.
Σχολές στην Ελλάδα… Ένα γενικό πρόβλημα, τεράστιο. Αναμφίβολα το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα βοά. Τα προβλήματα δεν είναι μόνο κινηματογραφικά, είναι προβλήματα γενικότερης παιδείας. Και για να γίνω πιο σαφής: Χρειάζεται να έχεις διαβάσει ένα βιβλίο, χρειάζεται να έχεις δει ζωγραφική, χρειάζεται να έχεις ακούσει μουσική, να έχεις δει χορό. Τα σχολεία προσφέρουν ελάχιστες γνώσεις έξω από την παπαγαλία, που άμεσα θα αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την είσοδο στα Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα παιδιά στη βασική εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν έχουν μάθει δυστυχώς να δομούν την σκέψη τους. Μοιάζει λίγο αφοριστικό…αλλά είναι το πιο απλό που μπορώ να πω. Ούτε, όμως, ενθαρρύνονται να εκφραστούν. Αντίθετα, το εκπαιδευτικό σύστημα τα σπρώχνει να κρύβονται.
Πιο συγκεκριμένα τώρα, σχετικά με προβλήματα του κινηματογράφου: Αρκετές σπουδαστικές ταινίες- και όχι μόνο- μοιάζει να προσπαθούν να μιμηθούν αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση. Την αισθητική της τηλεόρασης. Λες και κάποιος μαθαίνοντας σινεμά, προσπαθεί να γίνει πιο τηλεοπτικός. Ένα δεύτερο πρόβλημα βασικό: o χρόνος μέσα στις ταινίες. Πλάνα που αργούν, ρυθμοί και κινήσεις γεμάτες ναρκισσισμό. Η οικονομία το… «έχει βάλει στα πόδια», θα έλεγα.
Θέλω όμως να κλείσω και με μία αισιόδοξη παρατήρηση. Τόσο στο διαγωνιστικό όσο και στο digi, παίχτηκαν ταινίες που δεν είχαν δηλωθεί σαν σπουδαστικές στην ουσία όμως ήταν. Ήταν καλύτερες από αυτές που χαρακτηρίστηκαν έτσι. Λυπάμαι, αλλά σε αυτές τις 5 σελίδες που έχω ετοιμάσει πολλές φορές θα αναφερθώ σε κάποιες ταινίες. Δεν είναι γιατί τις ξεχωρίζω ως πιο καλές, ούτε έχω σχέση με την Κριτική Επιτροπή, ούτε θα δώσω κανένα βραβείο. Με βοηθά όμως όταν αναφέρομαι σε κάποια ταινία, να προσδιορίσω καλύτερα αυτό που θέλω να πω. Και ήθελα να πω για ταινίες που είναι σπουδαστικές η «Λήθη», ας πούμε, του Γαβριήλ Τζάφκα, αλλά και το «Φωτορομάνς» του Παρίση Πάνου μέσα στη σχολή στην ουσία έχουνε γίνει. Αναφέρω αυτές τις δύο ταινίες που είναι από ελληνικά σχολεία. Το «Χωρίς γυαλιά», είναι και αυτό μια εξαιρετική ταινία. Μια ταινία που την πρόσεξα, που κι αυτή μέσα στην σχολή έχει γίνει και δεν ήταν στο σπουδαστικό τμήμα.
Θέλω να πάω λίγο την σκέψη μου παρακάτω. Ήδη από τα χρόνια του 70 ή και πιο πριν ακόμα, εντοπίζαμε πως το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου ήταν και είναι η έλλειψη σοβαρής σχολής. Πριν δύο χρόνια σε μία αντίστοιχη συζήτηση εδώ στη Δράμα οι ταινίες του τμήματος της Θεσσαλονίκης αντιμετωπίστηκαν απαξιωτικά. Ίσως δίκαια ως ένα βαθμό. Φέτος συμμετέχει από το τμήμα μια ταινία στο διαγωνιστικό που άσχετα από τις έντονες επιρροές της από ένα άλλο σινεμά, έχει αισθητική και ποιότητα και μιλάω για τη «Λήθη» του Γαβριήλ Τζάφκα και συμμετέχουν ακόμα 2-3 ταινίες στο digi. Της Κατερίνας Γραμματικοπούλου το «Κάθε που βραδιάζει» κ.α.
Διδάσκω ήδη 4 χρόνια στο τμήμα, διδάσκουμε -νομίζω πως αυτή τη στιγμή μιλάω για τους περισσότερους από τους συναδέλφους- καταρχήν για να ζήσουμε. Συμφωνώ με οποιονδήποτε πει πως το τμήμα κινηματογράφου έχει χιλιάδες προβλήματα. Θεσμικά, οικονομικά, ένα υπουργείο που σχεδόν το αγνοεί. Αλλά στα τέσσερα αυτά χρόνια έχουν υπάρξει φορές που τελειώνοντας ένα μάθημα, πτώμα στην κούραση, αισθάνομαι πως ήταν σαν ένα καλό γύρισμα. Και πιστεύω πως παρά τα χιλιάδες προβλήματα, τα επόμενα χρόνια ακόμα περισσότερες ταινίες από το ΑΠΘ και μακάρι και από τα άλλα σχολεία, θα έρχονται στη Δράμα και θα αξίζει να μιλάμε γι’ αυτές. Η μικρή μου πείρα, με έχει διδάξει πως η παιδεία θέλει χρήματα, θέλει υπομονή, θέλει πείσμα και θέλει πάνω απ’ όλα ταλέντο.
Διαγωνιστικό τμήμα: Είδα στο διαγωνιστικό τμήμα σε πολλές ταινίες έναν εχθρικό έξω κόσμο. Ανθρώπους που κλείνονται στα σπίτια τους για να μην αντιμετωπίσουν τον κόσμο αυτό. Αυτοί και οι άλλοι. Το έξω είναι οι άλλοι άνθρωποι ή το άλλο φύλλο ή ο θάνατος ή η απώλεια ή μια πυρηνική καταστροφή, ένα τραυματικό γεγονός. Οι ταινίες επικεντρώνονται στους ανθρώπους. Φανερώνουν την σχέση ή καλύτερα τη μη σχέση με την κοινωνία. Την αδυναμία να επικοινωνήσουν. Στο κέντρο του τραυματικού γεγονότος συχνά είναι ένα παιδί. Είναι είτε αυτό που έχει υποστεί το τραύμα, είτε η ιστορία δανείζεται την φόρμα του παραμυθιού, δηλαδή απευθύνεται και πάλι σε κάποιο παιδί. Υπάρχουν επίσης, πολύ καλές ερμηνείες, κάποιες φορές εξαιρετικές. Ενδεικτικά αναφέρω τον Δημήτρη Ίμελο, τον Κώστα Μπάρα, τον Δημήτρη Καταλειφό και την Ράνια Οικονομίδου, τον Μάνο Βακούση, τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο κ.α.. Δεν μπορώ να μην επισημάνω, επίσης, το υψηλό κατασκευαστικό επίπεδο. Έχει επιτευχθεί στη φωτογραφία, στα σκηνικά και στα κουστούμια, στον ήχο. Τώρα πια οι ελληνικές ταινίες όχι μόνο ακούγονται, αλλά ακόμη και στα πρωτόλεια ο ήχος είναι καλός. Κυρίως, όμως, είδα ταινίες όπου ζήλεψα τη σκηνοθεσία, τη φρεσκάδα της αφήγησης και της ματιάς. «Οσίκι», «Ο άλτης και ο πεπονόκηπος», είναι δύο ταινίες οι οποίες δεν μοιάζουν, αλλά έχουν νέες εικόνες. Το «Once a dress» και το «Νόημα της Ζωής», έχουν εντυπωσιακή κατασκευή. Σ’ αυτό το σημείο, ας μου επιτρέψει μια προτροπή: Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο οποίος τόσα χρόνια έχει δημιουργήσει με τις ταινίες του παράδειγμα λιτότητας και ακρίβειας. Ξέρω ότι το μικρού μήκους αποτελεί –όπως το διήγημα- αυτόνομο κινηματογραφικό είδος, νιώθω, όμως, ότι πολλοί συνάδελφοι σκηνοθέτες είναι έτοιμοι για το πέρασμα στη μεγάλου μήκους. Η μικρού μήκους ταινία είναι πάντα ένα ενδιαφέρον στοίχημα, είναι όμως και βολή! Ας μην περιμένουν και ας μην φοβούνται. Σαφώς σε κάποιες ταινίες η αφήγηση είναι σαφώς αφήγηση μεγάλου μήκους ταινίας. Σαν να μοιάζει να ασφυκτιούν οι σκηνοθέτες στα πλαίσια μιας ταινίας μικρού μήκους.
Μια μικρή επιφύλαξη: Ένιωσα κάποιες φορές ότι η μη επικοινωνία ή η αποξένωση ήταν περισσότερο μία πρόθεση του σεναριογράφου ή του σκηνοθέτη, ενώ δεν κατάλαβα γιατί οι χαρακτήρες έχουν οδηγηθεί σ’ αυτή. Και μια μεγαλύτερη επιφύλαξη: είχα πολλές φορές την αίσθηση ότι κάτι δεν αποτολμάται να ειπωθεί, να αγγιχτεί και πιστεύω ότι πολλές φορές ο δημιουργός κρύβεται πίσω από μια εντυπωσιακή φόρμα.
Διάβασα μία συνέντευξη της Μανουέλα Τσέρνατ -που μου έκανε εντύπωση στην απλότητά της-, όπου έλεγε ότι ξεχωρίζει δύο τάσεις: Αυτή που χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο ως εργαλείο πολιτιστικής έκφρασης και την άλλη που το χρησιμοποιεί ως κοινωνικό εργαλείο. Υπήρξαν ταινίες όπου τα προσωπικά προβλήματα δεν οδήγησαν σε εσωστρέφεια. Ας πούμε το «Γάτα εξ ουρανού» ή το «Πίσω από τις Γρίλιες», το «Φρέσκο Αεράκι», η «Κατάληψη», το «Μπάλος, κακός χορός» ή το «Βασίλης Καραγιώργος». Λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα, ένιωσα πως είναι ταινίες που με έκαναν να νιώσω ότι ανοίγονται στον θεατή.
Θέλω όμως να μιλήσω λιγάκι και για το digital. Τα μηχανάκια αυτά τα οποία λέγονται mini dv έχουν μια καταπληκτική ευκολία. Όταν το ’75-’78 βρισκόμουν στη σχολή Σταυράκου για να κάνω μια ταινία, η κασέτα της Kodac στοίχιζε 320 δρχ. και για να πάρουμε μια ιδέα, τα έξοδα όλου του μήνα -σπούδαζα τότε στη Θεσσαλονίκη- ήταν περίπου 2.500! Το να κάνουμε δηλαδή μια ταινία ήταν ακριβό και δύσκολο. Σήμερα γίνεται πολύ ευκολότερα και δεν θέλω να πω πως κατ’ ανάγκη κάνουμε καλύτερα πλάνα, όχι. Υπήρχε, όμως, πριν μια σκέψη για το κάδρο, για την αισθητική, υπήρχαν πρόβες για τους ηθοποιούς. Και σε πολλές από τις ταινίες που είδα έχει μεταφερθεί μια αισθητική χώρων, σπιτιών, ρούχων, διαλόγων, συμπεριφορών ας πούμε της καθημερινότητας των δημιουργών, που, όμως, δεν έχει ποιότητα και είναι έντονα μικροαστική.
Δεν αναζητώ στη δουλειά μου και στις ταινίες που βλέπω το ωραίο. Θέλω απλώς να πω, ότι και στο μπανάλ και στο κακόγουστο πρέπει να υπάρχει μια ποιοτική αναγωγή. Άλλο Αλμοδοβάρ, άλλο «Ευδοκία» και άλλο «Σ’αγαπώ, μ’αγαπάς», για να μην πω «Μαρία η άσχημη», «Έρωτας», «Λόλα». Όμως, συνάμα η ευκολία αυτή του digital δίνει τη δυνατότητα του χειροποίητου. Έτσι είδα ταινίες όπου μιλούν για τα προβλήματά τους ομάδες ανθρώπων ακόμη και με λάθος σενάρια ή με λάθος δόμηση σεναριακή. Οι ταινίες «Φάκα», «Έξι και ένα», υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Ξαναγυρνώ σε ένα πρόβλημα που στις ταινίες του digital ήταν ιδιαίτερα εμφανές: του σεναρίου. Η δομή, το πώς αρθρώνεται μια ιστορία, πάσχει, με αποτέλεσμα το συναίσθημα που πηγάζει από την ταινία να είναι μικρότερο αυτού που θα μπορούσε.
Και βέβαια, πάλι το πρόβλημα του χρόνου, της οικονομίας, του ναρκισσισμού, του πώς αφηγούμαστε μια μικρού μήκους. Όμως, και κάποιες από τις ταινίες του digi είχαν μια μεγαλύτερη φαντασία και ελευθερία από αυτές με την επιδότηση του προγράμματος Microfilm της ΕΡΤ. Εκεί οι δημιουργοί ένιωσαν πώς έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να βάλουν τα καλά τους, να εκφραστούν πιο…σικ, πιο comme il faut. Θα αναφέρω κάποιες ταινίες: «Ο σκούφος», «Η πινελιά», «Without glasses», «Regular night», «Δική σου είναι;». Ένιωσαν τη λαχτάρα και τη δύναμη να πούνε κάτι προσωπικό. Το πρόγραμμα Microfilm ηθελημένα ή άθελα έχει επιβάλλει κάποια δεδομένα όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ευτυχία κατά τη γνώμη μου που υπάρχει. Δημιούργησε υψηλά στάνταρ και αποτελεί ίσως μια μοναδική βάση της βιομηχανίας των ταινιών μικρού μήκους στη χώρα μας. Παράδοση. Αλλά, όπως όλες οι παραδόσεις είναι και ένα κρεβάτι του Προκρούστη. Είτε το εργαστήρι από το οποίο τα σενάρια πρέπει να περάσουν, είτε η επίσημη χρηματοδότηση, είτε οι ταινίες του Microfilm που έχουν προϋπάρξει.
Κάτι που βλέπω γενικότερα στις ταινίες των πιο νέων δημιουργών, είναι η αμηχανία. Αμήχανες ατάκες, αμήχανες ερμηνείες. Πίσω τους, ίσως κρύβεται ένας βαθύτερος φόβος να πλησιάσει ο σκηνοθέτης τους ανθρώπους. Φοβάται σαν να μην έχει αποφασίσει πως το σινεμά είναι μια τέχνη της επικοινωνίας με πολλούς ανθρώπους, σαν να μην έχει καταλάβει πως ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι ένας φιλόξενος οικοδεσπότης, ενώ αντίθετα του είναι πολύ πιο εύκολο να στήσει ένα αισθητικό κάδρο.
Ακόμη μια επισήμανση που την κρίνω σημαντικότερη. Δεν αποτελεί καλλιτεχνικό άλλοθι το δυσνόητο. Μια φορά σε μια τάξη ρώτησα ένα φοιτητή «γιατί δεν αφηγείσαι την ιστορία χωρίς πηδήματα στο χρόνο, χωρίς μπρος, πίσω;». Ένιωθα ότι δεν χρειαζόντουσαν. Και μου απάντησε «μα, θα είναι Τέχνη τότε;». Ε, πιστεύω πως στις ταινίες μας πρέπει η κατασκευή να είναι βαθειά και να έχει επίπεδα, το αποτέλεσμα όμως πρέπει να είναι απλό και επικοινωνήσιμο. Θα διακινδυνέψω μια φράση: Όσο λιγότερο φαίνεται ο δημιουργός, τόσο καλύτερα.
Και εδώ όπως και στις ταινίες του διαγωνιστικού, υπάρχουν τις περισσότερες φορές τα προβλήματα του μικρόκοσμου των δημιουργών, ενώ τα κοινωνικά προβλήματα εμφανίζονται σπάνια. Ωστόσο, υπήρξε μια ταινία, ένα ντοκιμαντέρ, το μόνο που τράβηξε το ενδιαφέρον μου και μίλησε για ένα θέμα που συμβαίνει γύρω, δίπλα, στα σπίτια μας και που πριν ένα χρόνο περίπου μιλούσε όλη η Ελλάδα γι’ αυτό: «Οι Δεκεμβριανοί σπόροι». Είναι περίεργο που είναι μόνο ένα ντοκιμαντέρ τέτοιο;
Τελειώνω την αναφορά με την αίσθηση ότι στις πέντε μέρες είδα ταινίες οι οποίες σε σχέση με το διαχωρισμό της κ. Τσέρνατ, είχαν και αλήθεια και προβληματισμό, αλλά και μια φρέσκια ματιά. Σε μια εποχή και σε μια χώρα που πολλές φορές υπάρχουν τόσα πράγματα που μας απογοητεύουν, οικονομία, πολιτική, τηλεόραση, παιδεία, υγεία- δεν έχει νόημα να συνεχίσω-, όσο και αν μοιάζει πολυτέλεια, η Τέχνη, το σινεμά που είδα στη Δράμα, με κάνουν χαρούμενο».
Γραφείο Τύπου
Κατερίνα Πολύζου
Τηλέφωνο: 6948484242
2521047693
e-mail: fedra_po@otenet.gr
15ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ digi2009 - ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ
21-26 Σεπτεμβρίου 2009
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2009
Κριτικός Σχολιασμός- Αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τον Περικλή Χούρσογλου
Στο αίθριο των γραφείων του φεστιβάλ έγινε σήμερα Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου, ο σχολιασμός και η αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τον Περικλή Χούρσογλου.
«Καλό μεσημέρι. Δεν είμαι grand, και δεν είμαι και κριτικός κινηματογράφου, ούτε ιστορικός. Δεν τρέχω σε φεστιβάλ παρά μόνο όταν μία ταινία μου έχει προσκληθεί και, δυστυχώς, δεν έχω παρακολουθήσει το Φεστιβάλ Δράμας τα τελευταία χρόνια. Ένας λόγος είναι ότι έχω δυο παιδάκια που τα πηγαίνω στο σχολείο, οπότε τον Σεπτέμβρη δεν είναι εύκολο να φύγω από την Αθήνα.
Και μάλιστα πέρυσι κάναμε μία ταινία που θα προβληθεί φέτος.
Τι θέλω εδώ λοιπόν, μπροστά σας, τώρα, γιατί; Γιατί όταν μου πρότεινε ο Καλλιτεχνικός Δ/ντής του Φεστιβάλ να κάνω τον απολογισμό των ταινιών του Ελληνικού τμήματος, το είδα σαν μια ευκαιρία για ένα διάλογο με νεώτερες γενιές κινηματογραφιστών.
Γι’ αυτήν λοιπόν την τιμή και για την εμπιστοσύνη θέλω να ευχαριστήσω το Φεστιβάλ, τον Αντώνη Παπαδόπουλο, αλλά και όσους πρόθυμα και ευγενικά με βοήθησαν αυτές τις μέρες να δω αυτές τις 90 ταινίες. Όμως, δεν θα επιχειρήσω να δώσω την αντικειμενική εικόνα του φετινού φεστιβάλ. Όσο πιο συνοπτικά μπορώ, θα μεταφέρω τις εντυπώσεις και τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν τις πέντε αυτές μέρες από τις ταινίες και του διαγωνιστικού και του digital. Ας κρατήσω λιγάκι τον διαχωρισμό: σπουδαστικές ταινίες, διαγωνιστικό τμήμα και digital.
Σπουδαστικές ταινίες, Έλληνες του κόσμου… Λέγαμε και λέμε όσα παιδιά από την Ελλάδα έχουν την τύχη να σπουδάσουν στο εξωτερικό, σε ξένα σχολεία, πιο καλά, πιο οργανωμένα, πιο – πιο – πιο… πιο καλές ταινίες κάνουν. Έτσι είναι! Είναι ταινίες άρτιες. Άρτιες αφηγήσεις. Αλλά αυτό δεν με έχει εμποδίσει στις ταινίες που είδα, να σκεφτώ πως οι ξένες σχολές πολλές φορές έχουν γεννηθεί σε κοινωνίες άλλες, σε άλλες ανάγκες απαντούν , σε άλλα κλίματα και σε άλλες νοοτροπίες. Και παρά την εκφραστική και τεχνική αρτιότητα -και ελπίζω με αυτό να μη μοιάζει πως θέλω να ευλογήσω ας πούμε τα γένια μας-, ένιωσα και την απόσταση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Την κουλτούρα την Ελληνική και την κουλτούρα της σχολής του εξωτερικού.
Σχολές στην Ελλάδα… Ένα γενικό πρόβλημα, τεράστιο. Αναμφίβολα το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα βοά. Τα προβλήματα δεν είναι μόνο κινηματογραφικά, είναι προβλήματα γενικότερης παιδείας. Και για να γίνω πιο σαφής: Χρειάζεται να έχεις διαβάσει ένα βιβλίο, χρειάζεται να έχεις δει ζωγραφική, χρειάζεται να έχεις ακούσει μουσική, να έχεις δει χορό. Τα σχολεία προσφέρουν ελάχιστες γνώσεις έξω από την παπαγαλία, που άμεσα θα αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την είσοδο στα Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα παιδιά στη βασική εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν έχουν μάθει δυστυχώς να δομούν την σκέψη τους. Μοιάζει λίγο αφοριστικό…αλλά είναι το πιο απλό που μπορώ να πω. Ούτε, όμως, ενθαρρύνονται να εκφραστούν. Αντίθετα, το εκπαιδευτικό σύστημα τα σπρώχνει να κρύβονται.
Πιο συγκεκριμένα τώρα, σχετικά με προβλήματα του κινηματογράφου: Αρκετές σπουδαστικές ταινίες- και όχι μόνο- μοιάζει να προσπαθούν να μιμηθούν αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση. Την αισθητική της τηλεόρασης. Λες και κάποιος μαθαίνοντας σινεμά, προσπαθεί να γίνει πιο τηλεοπτικός. Ένα δεύτερο πρόβλημα βασικό: o χρόνος μέσα στις ταινίες. Πλάνα που αργούν, ρυθμοί και κινήσεις γεμάτες ναρκισσισμό. Η οικονομία το… «έχει βάλει στα πόδια», θα έλεγα.
Θέλω όμως να κλείσω και με μία αισιόδοξη παρατήρηση. Τόσο στο διαγωνιστικό όσο και στο digi, παίχτηκαν ταινίες που δεν είχαν δηλωθεί σαν σπουδαστικές στην ουσία όμως ήταν. Ήταν καλύτερες από αυτές που χαρακτηρίστηκαν έτσι. Λυπάμαι, αλλά σε αυτές τις 5 σελίδες που έχω ετοιμάσει πολλές φορές θα αναφερθώ σε κάποιες ταινίες. Δεν είναι γιατί τις ξεχωρίζω ως πιο καλές, ούτε έχω σχέση με την Κριτική Επιτροπή, ούτε θα δώσω κανένα βραβείο. Με βοηθά όμως όταν αναφέρομαι σε κάποια ταινία, να προσδιορίσω καλύτερα αυτό που θέλω να πω. Και ήθελα να πω για ταινίες που είναι σπουδαστικές η «Λήθη», ας πούμε, του Γαβριήλ Τζάφκα, αλλά και το «Φωτορομάνς» του Παρίση Πάνου μέσα στη σχολή στην ουσία έχουνε γίνει. Αναφέρω αυτές τις δύο ταινίες που είναι από ελληνικά σχολεία. Το «Χωρίς γυαλιά», είναι και αυτό μια εξαιρετική ταινία. Μια ταινία που την πρόσεξα, που κι αυτή μέσα στην σχολή έχει γίνει και δεν ήταν στο σπουδαστικό τμήμα.
Θέλω να πάω λίγο την σκέψη μου παρακάτω. Ήδη από τα χρόνια του 70 ή και πιο πριν ακόμα, εντοπίζαμε πως το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου ήταν και είναι η έλλειψη σοβαρής σχολής. Πριν δύο χρόνια σε μία αντίστοιχη συζήτηση εδώ στη Δράμα οι ταινίες του τμήματος της Θεσσαλονίκης αντιμετωπίστηκαν απαξιωτικά. Ίσως δίκαια ως ένα βαθμό. Φέτος συμμετέχει από το τμήμα μια ταινία στο διαγωνιστικό που άσχετα από τις έντονες επιρροές της από ένα άλλο σινεμά, έχει αισθητική και ποιότητα και μιλάω για τη «Λήθη» του Γαβριήλ Τζάφκα και συμμετέχουν ακόμα 2-3 ταινίες στο digi. Της Κατερίνας Γραμματικοπούλου το «Κάθε που βραδιάζει» κ.α.
Διδάσκω ήδη 4 χρόνια στο τμήμα, διδάσκουμε -νομίζω πως αυτή τη στιγμή μιλάω για τους περισσότερους από τους συναδέλφους- καταρχήν για να ζήσουμε. Συμφωνώ με οποιονδήποτε πει πως το τμήμα κινηματογράφου έχει χιλιάδες προβλήματα. Θεσμικά, οικονομικά, ένα υπουργείο που σχεδόν το αγνοεί. Αλλά στα τέσσερα αυτά χρόνια έχουν υπάρξει φορές που τελειώνοντας ένα μάθημα, πτώμα στην κούραση, αισθάνομαι πως ήταν σαν ένα καλό γύρισμα. Και πιστεύω πως παρά τα χιλιάδες προβλήματα, τα επόμενα χρόνια ακόμα περισσότερες ταινίες από το ΑΠΘ και μακάρι και από τα άλλα σχολεία, θα έρχονται στη Δράμα και θα αξίζει να μιλάμε γι’ αυτές. Η μικρή μου πείρα, με έχει διδάξει πως η παιδεία θέλει χρήματα, θέλει υπομονή, θέλει πείσμα και θέλει πάνω απ’ όλα ταλέντο.
Διαγωνιστικό τμήμα: Είδα στο διαγωνιστικό τμήμα σε πολλές ταινίες έναν εχθρικό έξω κόσμο. Ανθρώπους που κλείνονται στα σπίτια τους για να μην αντιμετωπίσουν τον κόσμο αυτό. Αυτοί και οι άλλοι. Το έξω είναι οι άλλοι άνθρωποι ή το άλλο φύλλο ή ο θάνατος ή η απώλεια ή μια πυρηνική καταστροφή, ένα τραυματικό γεγονός. Οι ταινίες επικεντρώνονται στους ανθρώπους. Φανερώνουν την σχέση ή καλύτερα τη μη σχέση με την κοινωνία. Την αδυναμία να επικοινωνήσουν. Στο κέντρο του τραυματικού γεγονότος συχνά είναι ένα παιδί. Είναι είτε αυτό που έχει υποστεί το τραύμα, είτε η ιστορία δανείζεται την φόρμα του παραμυθιού, δηλαδή απευθύνεται και πάλι σε κάποιο παιδί. Υπάρχουν επίσης, πολύ καλές ερμηνείες, κάποιες φορές εξαιρετικές. Ενδεικτικά αναφέρω τον Δημήτρη Ίμελο, τον Κώστα Μπάρα, τον Δημήτρη Καταλειφό και την Ράνια Οικονομίδου, τον Μάνο Βακούση, τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο κ.α.. Δεν μπορώ να μην επισημάνω, επίσης, το υψηλό κατασκευαστικό επίπεδο. Έχει επιτευχθεί στη φωτογραφία, στα σκηνικά και στα κουστούμια, στον ήχο. Τώρα πια οι ελληνικές ταινίες όχι μόνο ακούγονται, αλλά ακόμη και στα πρωτόλεια ο ήχος είναι καλός. Κυρίως, όμως, είδα ταινίες όπου ζήλεψα τη σκηνοθεσία, τη φρεσκάδα της αφήγησης και της ματιάς. «Οσίκι», «Ο άλτης και ο πεπονόκηπος», είναι δύο ταινίες οι οποίες δεν μοιάζουν, αλλά έχουν νέες εικόνες. Το «Once a dress» και το «Νόημα της Ζωής», έχουν εντυπωσιακή κατασκευή. Σ’ αυτό το σημείο, ας μου επιτρέψει μια προτροπή: Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο οποίος τόσα χρόνια έχει δημιουργήσει με τις ταινίες του παράδειγμα λιτότητας και ακρίβειας. Ξέρω ότι το μικρού μήκους αποτελεί –όπως το διήγημα- αυτόνομο κινηματογραφικό είδος, νιώθω, όμως, ότι πολλοί συνάδελφοι σκηνοθέτες είναι έτοιμοι για το πέρασμα στη μεγάλου μήκους. Η μικρού μήκους ταινία είναι πάντα ένα ενδιαφέρον στοίχημα, είναι όμως και βολή! Ας μην περιμένουν και ας μην φοβούνται. Σαφώς σε κάποιες ταινίες η αφήγηση είναι σαφώς αφήγηση μεγάλου μήκους ταινίας. Σαν να μοιάζει να ασφυκτιούν οι σκηνοθέτες στα πλαίσια μιας ταινίας μικρού μήκους.
Μια μικρή επιφύλαξη: Ένιωσα κάποιες φορές ότι η μη επικοινωνία ή η αποξένωση ήταν περισσότερο μία πρόθεση του σεναριογράφου ή του σκηνοθέτη, ενώ δεν κατάλαβα γιατί οι χαρακτήρες έχουν οδηγηθεί σ’ αυτή. Και μια μεγαλύτερη επιφύλαξη: είχα πολλές φορές την αίσθηση ότι κάτι δεν αποτολμάται να ειπωθεί, να αγγιχτεί και πιστεύω ότι πολλές φορές ο δημιουργός κρύβεται πίσω από μια εντυπωσιακή φόρμα.
Διάβασα μία συνέντευξη της Μανουέλα Τσέρνατ -που μου έκανε εντύπωση στην απλότητά της-, όπου έλεγε ότι ξεχωρίζει δύο τάσεις: Αυτή που χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο ως εργαλείο πολιτιστικής έκφρασης και την άλλη που το χρησιμοποιεί ως κοινωνικό εργαλείο. Υπήρξαν ταινίες όπου τα προσωπικά προβλήματα δεν οδήγησαν σε εσωστρέφεια. Ας πούμε το «Γάτα εξ ουρανού» ή το «Πίσω από τις Γρίλιες», το «Φρέσκο Αεράκι», η «Κατάληψη», το «Μπάλος, κακός χορός» ή το «Βασίλης Καραγιώργος». Λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα, ένιωσα πως είναι ταινίες που με έκαναν να νιώσω ότι ανοίγονται στον θεατή.
Θέλω όμως να μιλήσω λιγάκι και για το digital. Τα μηχανάκια αυτά τα οποία λέγονται mini dv έχουν μια καταπληκτική ευκολία. Όταν το ’75-’78 βρισκόμουν στη σχολή Σταυράκου για να κάνω μια ταινία, η κασέτα της Kodac στοίχιζε 320 δρχ. και για να πάρουμε μια ιδέα, τα έξοδα όλου του μήνα -σπούδαζα τότε στη Θεσσαλονίκη- ήταν περίπου 2.500! Το να κάνουμε δηλαδή μια ταινία ήταν ακριβό και δύσκολο. Σήμερα γίνεται πολύ ευκολότερα και δεν θέλω να πω πως κατ’ ανάγκη κάνουμε καλύτερα πλάνα, όχι. Υπήρχε, όμως, πριν μια σκέψη για το κάδρο, για την αισθητική, υπήρχαν πρόβες για τους ηθοποιούς. Και σε πολλές από τις ταινίες που είδα έχει μεταφερθεί μια αισθητική χώρων, σπιτιών, ρούχων, διαλόγων, συμπεριφορών ας πούμε της καθημερινότητας των δημιουργών, που, όμως, δεν έχει ποιότητα και είναι έντονα μικροαστική.
Δεν αναζητώ στη δουλειά μου και στις ταινίες που βλέπω το ωραίο. Θέλω απλώς να πω, ότι και στο μπανάλ και στο κακόγουστο πρέπει να υπάρχει μια ποιοτική αναγωγή. Άλλο Αλμοδοβάρ, άλλο «Ευδοκία» και άλλο «Σ’αγαπώ, μ’αγαπάς», για να μην πω «Μαρία η άσχημη», «Έρωτας», «Λόλα». Όμως, συνάμα η ευκολία αυτή του digital δίνει τη δυνατότητα του χειροποίητου. Έτσι είδα ταινίες όπου μιλούν για τα προβλήματά τους ομάδες ανθρώπων ακόμη και με λάθος σενάρια ή με λάθος δόμηση σεναριακή. Οι ταινίες «Φάκα», «Έξι και ένα», υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Ξαναγυρνώ σε ένα πρόβλημα που στις ταινίες του digital ήταν ιδιαίτερα εμφανές: του σεναρίου. Η δομή, το πώς αρθρώνεται μια ιστορία, πάσχει, με αποτέλεσμα το συναίσθημα που πηγάζει από την ταινία να είναι μικρότερο αυτού που θα μπορούσε.
Και βέβαια, πάλι το πρόβλημα του χρόνου, της οικονομίας, του ναρκισσισμού, του πώς αφηγούμαστε μια μικρού μήκους. Όμως, και κάποιες από τις ταινίες του digi είχαν μια μεγαλύτερη φαντασία και ελευθερία από αυτές με την επιδότηση του προγράμματος Microfilm της ΕΡΤ. Εκεί οι δημιουργοί ένιωσαν πώς έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να βάλουν τα καλά τους, να εκφραστούν πιο…σικ, πιο comme il faut. Θα αναφέρω κάποιες ταινίες: «Ο σκούφος», «Η πινελιά», «Without glasses», «Regular night», «Δική σου είναι;». Ένιωσαν τη λαχτάρα και τη δύναμη να πούνε κάτι προσωπικό. Το πρόγραμμα Microfilm ηθελημένα ή άθελα έχει επιβάλλει κάποια δεδομένα όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ευτυχία κατά τη γνώμη μου που υπάρχει. Δημιούργησε υψηλά στάνταρ και αποτελεί ίσως μια μοναδική βάση της βιομηχανίας των ταινιών μικρού μήκους στη χώρα μας. Παράδοση. Αλλά, όπως όλες οι παραδόσεις είναι και ένα κρεβάτι του Προκρούστη. Είτε το εργαστήρι από το οποίο τα σενάρια πρέπει να περάσουν, είτε η επίσημη χρηματοδότηση, είτε οι ταινίες του Microfilm που έχουν προϋπάρξει.
Κάτι που βλέπω γενικότερα στις ταινίες των πιο νέων δημιουργών, είναι η αμηχανία. Αμήχανες ατάκες, αμήχανες ερμηνείες. Πίσω τους, ίσως κρύβεται ένας βαθύτερος φόβος να πλησιάσει ο σκηνοθέτης τους ανθρώπους. Φοβάται σαν να μην έχει αποφασίσει πως το σινεμά είναι μια τέχνη της επικοινωνίας με πολλούς ανθρώπους, σαν να μην έχει καταλάβει πως ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι ένας φιλόξενος οικοδεσπότης, ενώ αντίθετα του είναι πολύ πιο εύκολο να στήσει ένα αισθητικό κάδρο.
Ακόμη μια επισήμανση που την κρίνω σημαντικότερη. Δεν αποτελεί καλλιτεχνικό άλλοθι το δυσνόητο. Μια φορά σε μια τάξη ρώτησα ένα φοιτητή «γιατί δεν αφηγείσαι την ιστορία χωρίς πηδήματα στο χρόνο, χωρίς μπρος, πίσω;». Ένιωθα ότι δεν χρειαζόντουσαν. Και μου απάντησε «μα, θα είναι Τέχνη τότε;». Ε, πιστεύω πως στις ταινίες μας πρέπει η κατασκευή να είναι βαθειά και να έχει επίπεδα, το αποτέλεσμα όμως πρέπει να είναι απλό και επικοινωνήσιμο. Θα διακινδυνέψω μια φράση: Όσο λιγότερο φαίνεται ο δημιουργός, τόσο καλύτερα.
Και εδώ όπως και στις ταινίες του διαγωνιστικού, υπάρχουν τις περισσότερες φορές τα προβλήματα του μικρόκοσμου των δημιουργών, ενώ τα κοινωνικά προβλήματα εμφανίζονται σπάνια. Ωστόσο, υπήρξε μια ταινία, ένα ντοκιμαντέρ, το μόνο που τράβηξε το ενδιαφέρον μου και μίλησε για ένα θέμα που συμβαίνει γύρω, δίπλα, στα σπίτια μας και που πριν ένα χρόνο περίπου μιλούσε όλη η Ελλάδα γι’ αυτό: «Οι Δεκεμβριανοί σπόροι». Είναι περίεργο που είναι μόνο ένα ντοκιμαντέρ τέτοιο;
Τελειώνω την αναφορά με την αίσθηση ότι στις πέντε μέρες είδα ταινίες οι οποίες σε σχέση με το διαχωρισμό της κ. Τσέρνατ, είχαν και αλήθεια και προβληματισμό, αλλά και μια φρέσκια ματιά. Σε μια εποχή και σε μια χώρα που πολλές φορές υπάρχουν τόσα πράγματα που μας απογοητεύουν, οικονομία, πολιτική, τηλεόραση, παιδεία, υγεία- δεν έχει νόημα να συνεχίσω-, όσο και αν μοιάζει πολυτέλεια, η Τέχνη, το σινεμά που είδα στη Δράμα, με κάνουν χαρούμενο».
Γραφείο Τύπου
Κατερίνα Πολύζου
Τηλέφωνο: 6948484242
2521047693
e-mail: fedra_po@otenet.gr